--- Στην Αθηνά Και πάνω που συνήθισα τη φωνή μου, εκείνα έφυγαν. Και πάνω που θυμήθηκα πώς είναι να γελάς, να λυπάσαι, να αγκαλιάζεις, να χαϊδεύεις, να φιλάς, εκείνα έφυγαν. Και πάνω που ξέμαθα την κακομαθημένη μοναξιά, εκείνα έφυγαν, όπως ήρθαν, ήσυχα, γλυκά, αγαπημένα, κι εγώ φίλιωσα λιγάκι με μένα, που αξιώθηκα την τόση αγάπη. Ο χρόνος μου κυλάει, βουβό ποτάμι, ακίνητο, κι όλο επιστρέφω σε εκείνο το παιδί- μικρό θησαυροφυλάκιο πολύτιμων στιγμών απορίας, θαυμασμού κι εμπιστοσύνης. Ο χρόνος συσπειρώνεται στο πεπερασμένο της μνήμης, σαν ζώο τρομαγμένο που ζαρώνει στη λούφα του, κι εκτινάσσεται με ορμή πίσω στο άπειρο ενός άγνωστου σύμπαντος, σαν τρυφερός ψίθυρος γονιού, σαν ψιλή βροχή αόρατη, σαν αβέβαιο βάδισμα πάνω σε λιθόστρωτο δρομάκι, σαν πρωινός περίπατος στη γκριζοπράσινη λίμνη, σαν καταδεχτική σκιά γέρικου πλάτανου, σαν λαχταριστό παγωτό χωνάκι. Εκείνα έφυγαν πάνω που πίστεψα ότι κάπως τα κατάφερα σε τούτη τη ζωή, πως μια σειρά από λάθη δεν έχει τίποτα στραβό,...
--- «[…] Λοιπόν, νομίζω ότι, ήδη από την αρχή, αυτό που μου κίνησε το ενδιαφέρον για το ΄68 είναι αυτή η διαδικασία κατά την οποία οι άνθρωποι εγκατέλειψαν ως επί το πλείστον τις κοινωνικές τους λειτουργίες στη διάρκεια αυτής της χρονική περιόδου. Οι σπουδαστές σταμάτησαν να σπουδάζουν, οι εργαζόμενοι σταμάτησαν να εργάζονται, οι αγρότες σταμάτησαν να καλλιεργούν, οι καλλιτέχνες σταμάτησαν να ζωγραφίζουν και έκαναν αφίσες, αλλά, ξέρετε, δεν απομονώθηκαν στα στούντιό τους προσπαθώντας να ζωγραφίσουν. Υπάρχουν, λοιπόν, ήδη αυτές οι συζητήσεις σχετικά με τον ασήμαντο αστικό καταμερισμό ρόλων και θέσεων. Και σε αυτή την περίοδο του ΄68 ένα χαρακτηριστικό είναι η προθυμία των ανθρώπων να εγκαταλείψουν αυτόν τον καταμερισμό και να υπερβούν ό,τι καθηλώνει την ταυτότητά τους, ουσιαστικά να το εγκαταλείψουν για λίγο. Συνεπώς, εάν προχωρήσουμε περισσότερο στην ίδια γραμμή σκέψης, θα δούμε ότι το είδος της νέας πολιτικής διάνοιας που εκπροσωπούν εγχειρήματα όπως η zad είναι η διεύρυνση αυτή...