Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2010

Οι άνθρωποι πεθαίνουν. Έτσι, απλά. [Αφήγημα]

---   Στην κυρία Μαίρη Φραγκάκη με εκτίμηση.    Δοκίμασε πρώτα με λατινικούς χαρακτήρες. Η αναζήτηση δεν της επέστρεψε αποτέλεσμα. Δοκίμασε πάλι, γράφοντας το ονοματεπώνυμο με ελληνικούς χαρακτήρες, πρώτα με κεφαλαία, μετά με μικρά, με τόνους, χωρίς. Μάταια. Διάολε! Και η κουτσή Μαρία έχει λογαριασμό στη ρημάδα την εφαρμογή! Ψέματα. Γνώριζε πολλούς που αρνιόντουσαν πεισματικά να ΄φακελωθούν΄ εκουσίως και αυτοβούλως στην εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης, όπου αναζητούσε να βρει ηλεκτρονικά ίχνη του παλιού της γνώριμου. Λες να έχει λογαριασμό με ψευδώνυμο; Δεν είχε διατηρήσει επαφή μαζί του, ούτε και με κοινούς γνωστούς και δε μάθαινε νέα του εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Όμως, τον έφερνε συχνά στη σκέψη της και όλο έλεγε πως, όταν κατέβαινε στην Κρήτη, θα προσπαθούσε να τον συναντήσει.    Μια ιδέα φώτισε το μυαλό της. Άνοιξε μια μηχανή αναζήτησης και πληκτρολόγησε όνομα κι επίθετο χωρίς να ξέρει τι ακριβώς περίμενε να βρει. Ξαφνιάστηκε από το πλήθος των συνδέσμων που επέστρεψε η

Μάνα [Διήγημα]

Στους γονείς μου με ευγνωμοσύνη. Στον Δημήτρη Τερζάκη με τις από βάθος καρδιάς ευχαριστίες μου. Στις  Κλεανθή Κ. και  Μαρία Ντ. με συμπάθεια και εκτίμηση για τον δύσκολο αγώνα τους. Το παρόν αφιερώνεται επίσης στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας με την ευχή να εκλείψουν οι συνθήκες που ευνοούν την εμφάνιση και ανακύκλωσή της. «Σκύλα! Θα σε σκοτώσω, άχρηστη!» Ίσα που είδε το χέρι να πέφτει με ορμή. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Το ένιωσε καυτό στο πρόσωπό της. Ζαλίστηκε κι αίμα πλημμύρισε το στόμα της. Δοκίμασε να σηκωθεί μα η μαινόμενη γυναίκα την άρπαξε απ’ τα μαλλιά και τραβούσε τις τούφες με μανία. Κραύγασε από τον πόνο. «Μάνα, μη!» εκλιπαρούσε. «Μη με λες ‘μάνα’! Μην με ξαναπείς ‘μάνα’, σκύλα!» ούρλιαξε εκείνη. «Θα σε σκοτώσω!» εξακολούθησε με οργή η μεσήλικη γυναίκα, που σαν κουράστηκε να ξυλοφορτώνει την κόρη της, άρχισε να τραβάει τα δικά της μαλλιά και να ωρύεται. «Δε σε γέννησα εγώ! Δεν είσαι παιδί μου εσύ!» έλεγε και ξανάλεγε πεσμένη στα γόνατα, το βλέμμα της καρφωμένο στο

Απουσία [Ποίηση]

--- Δροσερό το αεράκι. Η ψυχή μου ανέμισε. Άνθρωποι πήγαιναν. Δεν ήσουν εκεί. Τα φύλλα θρόιζαν. Δεν άκουγε η νύχτα. Τα χείλη δεν έτρεμαν. Τα λόγια σκόρπισαν. Πολύχρωμα φώτα ζωγράφιζαν όνειρα. Μια ξεφτισμένη αγκαλιά και γερασμένα χαμόγελα οι πόθοι μας πλάνεψαν. Μια καληνύχτα- αυτόχειρας ξεβράστηκε το ξημέρωμα. (Α.Τ.) ---

Αντικατοπτρισμός [Ποίηση]

--- Περιπλανιόταν με το ποδήλατό του κατατρεγμένος από λέξεις. Άσθμαινε να τους ξεφύγει κι όλο έγραφε σαν κουραζόταν να φεύγει. Τσούλαγε οχτάρια η ψυχή σε τροχιές αόρατες από μάτια αράγιστα. Τα δικά του ήταν όμορφα, μα αγέλαστα. Μια νύχτα έφυγε για πάντα. Τον ξεπροβόδισα με δυο φιλιά και δυο ψιθύρους, που θαρρούσε δεν άξιζε.   (Α.Τ.) ---

Μέρες βροχής [Κείμενο]

---   Μέρες πολλές πέφτει βροχή, αδιάκοπα. Κοιτάζω από το παράθυρο τον μολυβί ουρανό και ζωγραφίζω με τον δείκτη στο θολωμένο τζάμι τα όνειρά μου, μικρά παιδιά θαρρείς, που λαχταράνε να ορμίσουν στον έξω κόσμο.   Στ’ απέναντι παράθυρο, εκείνος. Ζωγραφίζει τα αδιέξοδά του και τους δίνει ονόματα. Κοιτάζει την βροχή που πέφτει, πότε λυπημένος, πότε σκεφτικός.  Με την παλάμη του  σβήνει τις δαχτυλιές με τα αδιέξοδα ονόματα και σαν χνωτίσει με την ανάσα του το τζάμι, τα ζωγραφίζει πάλι. Γυρεύει να βρει τη λύση τους, μα όσο ανασαίνει, τα αδιέξοδά του είναι εκεί, μικρές δαχτυλιές στο τζάμι,  μεγάλες μουντζουριές στην ψυχή.     Να πάω κοντά, να τον μάθω να ζωγραφίζει όνειρα! σκέφτομαι, μα η βροχή πέφτει πολλή κι η χαρά με δισταγμό είναι ανάμικτη. Κι αν βραχώ; Κι αν τα όνειρα τα νομίσει αδιέξοδα; Λουφάζω πίσω απ’ το τζάμι με τα όνειρά μου να με κοιτούν παραπονιάρικα.   Βρέχει αδιάκοπα κι οι μέρες της σιωπής κυλάνε αργά. Υγρές δαχτυλιές, φευγαλέες ματιές και αδιόρατα χαμόγ

Οπτή γη [Ποίηση]

--- Τον λιποτάκτη έρωτα, την ανυπόφερτη θλίψη, τον γόητα θάνατο, την ανυπόταχτη ζωή, την πικρή μου αλήθεια, την αγωνία του κόσμου, σε γη οπτή έπλασα όνειρα κι αποκοιμήθηκα με την βαλίτσα αγκαλιά λίγο πριν το φευγιό μου. (Α.Τ.) ---

Μεταμεσονύκτιος παροξυσμός [Αφήγημα]

--- Ήταν ένα ζεστό βράδυ του Αυγούστου και βάδιζα αμίλητη κι εκστατική. Ακολουθούσα έναν άνδρα με βλέμμα σπινθηροβόλο, που συχνά- πυκνά γύριζε προς το μέρος μου να σιγουρευτεί πως είμαι πίσω του. Η παραλία ήταν γεμάτη κόσμο, ντόπιους και τουρίστες που έκαναν την βόλτα τους, κράχτες και μικροπωλητές μα ένιωθα πως περνούσα  απαρατήρητη. Ο άνδρας με τα λευκά ρούχα άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα κι εγώ πάσχιζα να ακολουθήσω. Στο παλιό λιμάνι, τον έχασα στο πλήθος. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει από την αγωνία, καθώς μάταια τον αναζητούσα τριγύρω.   Τότε πλησίασε μια μικρή τσιγγάνα που κρατούσε στα χέρια της παρασόλια διακοσμημένα με γκέισες κι άλλες εικόνες από την Ανατολή και τείνοντας το χέρι της μου έδωσε ένα χρώματος εκρού με έναν πανέμορφο κόκκινο δράκο. Το πήρα αμήχανα και πριν προλάβω να ρωτήσω πόσο κάνει, ένιωσα ένα ρεύμα αέρα να διατρέχει την πλάτη μου κι άκουσα ένα ανεπαίσθητο θρόισμα επάνω από το κεφάλι μου. Ξαφνικά τον είδα και πάλι να μου χαμογελ

Μετά τη βροχή [Κείμενο]

--- Βαριά τα βήματα στο κατάστρωμα. Ο ήχος της πατημασιάς πένθιμος θαρρείς. Τα πόδια ακολουθούν απρόθυμα τις σκέψεις, εδώ κι εκεί, πότε μπρος, πότε πίσω. Ένα ογκώδες και αμετακίνητο "γιατί;"  φράζει το δρόμο μέρες τώρα. Η ανασαιμιά πνίγεται  σε μακρόσυρτους λυγμούς κι η δόλια καρδιά πασχίζει μάταια να παφλάσει στο ρυθμό της επιβεβλημένης σιωπής της γκρίζας λίμνης. Η φάτσα  πιο ωχρή κι από νεκρού σιγοντάρει  το βλέμμα  που αδειανό ζητιανεύει μια σπίθα πνοής στα σύννεφα και τα βουνά, στα μολυβιά νερά  και το φύλλωμα των δέντρων. Τον δρόμο αποστρέφεται με μαεστρία ζηλευτή, ίδιο ζουλάπι, μη τυχόν σε ανταμώσει εκεί... τόσο μακριά πια... τόσο μακριά μου... Δεν το χωράει ο νους πόσο αδύναμος ο άνθρωπος στο νόμο της αγάπης. Μα εγώ με αγάπησα στα δύσκολα περισσότερο... (Α.Τ.) ---

Μοναξιά μου [Κείμενο]

--- Μια μέρα θα σ’ αγαπήσω. Χρόνια ολόκληρα περιπλανιέμαι σε νυχτωμένο ουρανό. Ατέλειωτο το ταξίδι των χαμένων ελπίδων. Νεκροζώντανη πορεύομαι στο πουθενά χωρίς πυξίδα. Κουράστηκα να προσκρούω σε παγόβουνα εραστές που δεν μπορούν να αγαπήσουν, που δεν θέλουν να αγαπήσουν, όχι εμένα… Μια αγκαλιά, μια ζεστή αγκαλιά και λόγια ψιθυριστά σαν όνειρο. Λίγη χαρά, ολόκληρη δική μου, μήτε δανεική, μήτε λειψή. Στιγμές χαράς χωρίς φόβο, χωρίς ψέμα, χωρίς σκέψεις, ούτε κακές, ούτε καλές. Λίγη χαρά σε μια ζεστή αγκαλιά μόνο για μένα, είναι η αγάπη. Μοναξιά μου, ξέρω είσαι δική μου. Με νικάει η επιμονή σου. Ορκίζομαι να σ’ αγαπήσω... (Α.Τ.) ---

Moonlight shadow [Ποίηση]

--- Ίσκιος βουβός στραφτάλιζες στα μολυβένια μου νερά κι ατένιζες - μάτια υγρά- το ασημένιο φεγγαρόφωτο. Στο νου σου ταίριαζες γενναίους ιππότες με αιθέρια ξωτικά κι οι κόμποι των δακτύλων σου σμίλευαν δύο μικρές παλάμες. Το χρόνο στάχτιασα στις αλγεινές νεφέλες σου και απ’ τη θλίψη του ουρανού σου πήρα και φόρεσα, μήπως και γύρναγες εμένα λίγο να κοιτάξεις… (Α.Τ.) ---

Νεκρολογία του 'Ερωτα [Ποίηση]

--- Ανέραστη αρτίστα της ηδονής καταπίνεις τη θλίψη σου με μικρές γουλιές ουίσκι. Ξεπλένεις το σπέρμα στο στόμα σου και φτύνεις τον καθρέφτη που χάσκει στην επιτηδευμένη γύμνια του κορμιού σου την ματωμένη μοναξιά της ψυχής σου... (Α.Τ.) ---