Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναθεωρώντας την ηθική, τη φύση και την κοινωνία*



---

«[…] Η τοπική αυτοδιοίκηση είναι πλάι μας, είναι ενυπόστατη και πάντα παρούσα στη ζωή μας. Αντίθετα το εθνικό κράτος είναι απομακρυσμένο, αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ένα ιδεολογικό προϊόν και απέναντι στην εμπειρία των κοινών ανθρώπων συνιστά μια αιθέρια, αφηρημένη οντότητα εκτός από τις περιπτώσεις που εισβάλλει στο προσωπικό τους περιβάλλον με τις απαιτήσεις του. Η εθνικότητά μας τείνει να είναι ένα συμβάν κατασκευασμένο από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και οι πρωτεύουσες των Πολιτειών μας δεν είναι τίποτα άλλο από κράχτες για τους τουρίστες. Όταν επιστρέφουμε από αυτές στα σπίτια μας δεν επανερχόμαστε μόνο σε ένα προσωπικό κόσμο που τον αποκαλούμε σπίτι μας, αλλά και σε ένα χωριό, μια κωμόπολη, μια γειτονιά ή μια πόλη που είναι η πραγματική εστία της ζωής μας ως κοινωνικών και πολιτικών όντων. Τα υπόλοιπα είναι πλασματικά και αποτελούν περισσότερο φτιαχτές παρά αυθόρμητες καταστάσεις. Το να στοχαστούμε πάνω στις πραγματικές συνθήκες της ζωής μας σημαίνει να διαλύσουμε την ομίχλη του εθνικιστικού σκοταδισμού. Σημαίνει να ανακτήσουμε όχι μόνο την αίσθηση του τόπου, αλλά και την αίσθηση της πολιτικής, την αίσθηση δηλαδή, της διαχείρισης των κοινών. Μ’ αυτή την έννοια η οικολογική πολιτική είναι μία πολιτική του οίκου και της κοινότητας, μια πολιτική της οικοκοινότητας όπου οι άνθρωποι διάγουν τον κοινωνικό και πολιτικό τους βίο με έναν τρόπο που υπαρξιακά και ηθικά είναι πλήρης νοήματος.
[…] Είναι ιστορική αλήθεια την οποία οφείλουμε να αποκαταστήσουμε, αν θέλουμε να είμαστε αληθινοί άνθρωποι, ότι η ιδιότητα του πολίτη είναι απόρροια ενός ηθικού συμβολαίου και όχι μιας εμπορικής συμφωνίας.
Το έθνος- κράτος συρρικνώνει την ανθρωπιά μας. Ορθώνεται πάνω στις ζωές μας και πέρα απ’ αυτές, προσπαθεί να μας πείσει μέσω της κολακείας, μας περιθωριοποιεί, εμποδίζει την ελεύθερη ανάπτυξή μας, μας ταπεινώνει και συχνά μας δολοφονεί στις διάφορες ιμπεριαλιστικές του περιπέτειες. Το να είμαστε πολίτες ενός έθνους- κράτους είναι μια αφαίρεση που μας μεταφέρει από το βιωμένο χώρο στο βασίλειο ενός μύθου ενδεδυμένου με την προκατάληψη της «μοναδικότητας». Μοναδικότητα η οποία μας τοποθετεί σαν μια εθνική οντότητα έξω και πέρα από την υπόλοιπη ανθρωπότητα, στην πραγματικότητα, έξω και πέρα από το ίδιο μας το είδος. Στην ουσία από σωματική, ψυχολογική και ιδεολογική πλευρά είμαστε τα θύματα του έθνους- κράτους και όχι τα συστατικά του μέρη, οι δήθεν ελεύθεροι ψηφοφόροι του.
[…] Ο σοσιαλισμός, όταν επικαλείται απλά τη συνεργασία μεταξύ των εθνών, έχει σε μεγάλο βαθμό μεταμορφωθεί σε εθνικό σοσιαλισμό. Είναι εμφανής η προσπάθειά του να μεταμφιέσει τα ιδεώδη του ή ακόμη και να τα αλλοιώσει προκειμένου να χωρέσουν σε μια ορισμένη εθνική ταυτότητα και να περιοριστούν σε μία συγκεκριμένη περιοχή. Ο βαθύς ουμανιστικός διεθνισμός, ουσιαστικά αντιεθνικισμός, που χαρακτήριζε τα ριζοσπαστικά κινήματα των πρώιμων δεκαετιών αυτού του αιώνα και εκφράστηκε από ηρωίδες όπως η Λουίς Μισέλ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, έχει μετασχηματιστεί σε έναν χοντροκομμένο εθνικισμό που συμμετέχει θορυβωδώς στα ιμπεριαλιστικά εγχειρήματα ακόμη κι όταν ευαγγελίζεται την κατάργηση του ιμπεριαλισμού ως τέτοιου. […]
[…] Η πολιτική που οφείλουμε να επιδιώξουμε πρέπει να θεμελιώνεται στη δημοκρατία της βάσης και να εμπλουτίζεται από τα οικολογικά, φεμινιστικά, κοινοτικά και αντιπολεμικά κινήματα. Η νέα ηθική που χρειαζόμαστε θα πρέπει να στηρίζεται σε έναν ορισμό του καλού και όχι σε υπολογισμούς για το «λιγότερο κακό» ή σε υπολογισμούς διαπνεόμενους από τη λογική «οφέλους έναντι ρίσκου», οι οποίοι μας οδηγούν στο χειρότερο από τα κακά και στο μεγαλύτερο από τα ρίσκα που καραδοκούν στο τέλος αυτού του τούνελ. Η νέα πολιτική δεν πρέπει να αποβλέπει μόνο στο να κινητοποιήσει, αλλά να διαπαιδαγωγήσει, να χρησιμοποιήσει τη γνώση για να ενδυναμώσει τους ανθρώπους και όχι να τους χειραγωγήσει.
Θα ήταν άραγε πολύ τολμηρό να ισχυριστούμε ότι η εμφάνιση μιας Πράσινης προοπτικής, θεμελιωμένης στην κοινωνική οικολογία και στα εξελικτικά οράματά της για ελευθερία, θα έπλεκε μεταξύ τους όλα τα νήματα της ανάπτυξης των δύο τελευταίων δεκαετιών, που ήταν φαινομενικά κατακερματισμένη, προς μια πιο διευρυμένη και πιο συνεκτική έκφραση της απελευθέρωσης απ’ όλες όσες γνωρίσαμε μέχρι σήμερα; […] Όπως και να ’χει η κάθε μία απ’ αυτές τις εκφάνσεις, η φεμινιστική, η ειρηνιστική, της αντικουλτούρας ή του περιβαλλοντικού κινήματος, του κοινοτικού ή του τοπικιστικού κινήματος, παραμένει με ζωντανό τρόπο διαρθρωμένη μέσα στην άλλη και υπάρχει ως τμήμα μιας ολότητας, η οποία θα μπορούσε να ιδωθεί ως ένα «νέο κοινωνικό κίνημα»- για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα των κοινωνιολόγων- και όχι απλώς σαν μια συλλογή διαχωρισμένων κινημάτων που οι ακαδημαϊκοί μας, βαφτίζοντάς τα είτε «νέες υποθέσεις» είτε «αποτυχημένες υποθέσεις», αρέσκονται να τα κατατάσσουν σαν να πρόκειται για απογραφή εμπορευμάτων.
Πολλά εξαρτώνται από το επίπεδο συνείδησης που θα κατακτήσει ένα τέτοιο Πράσινο κίνημα. Η διάρρηξη του συνεχούς των τελευταίων δεκαετιών και η αποτυχία της μεγάλης διαχρονικής και πολυσχιδούς ανάπτυξης θα είναι αναπόφευκτες, εάν το κίνημα αυτό αυτοπεριοριστεί σε επικλήσεις για μια «απλή ζωή». Επικλήσεις που τις χαρακτηρίζει ένας «βιοκεντρισμός», που αγνοεί τις μοναδικές δυνατότητες του ίδιου του ανθρώπου, ένας «αντιουμανισμός» που αρνείται ότι μπορούμε να υπάρξουμε ως ανθρώπινα όντα στον ευρύτερο κόσμο της ζωής και ένας αντιορθολογισμός που αγνοεί την οργανική φύση του διαλεκτικού λόγου από φόβο μπροστά στον κυρίαρχο σήμερα αναλυτικό και εργαλειακό λόγο. Με τέτοια απλοϊκά πνευματικά εφόδια το κίνημα θα καταντήσει πραγματικά πολύ μωρόπιστο, για να είναι αξιόπιστο και μεστό νοήματος. Στο σημερινό κλίμα αφομοίωσης και κατακερματισμού των ιδεών, που κάνει δυνατή την ύπαρξη εξολοκλήρου αντιφατικών ιδεών και αξιών στα κεφάλια των ίδιων ατόμων καθώς και στα έργα των ίδιων συγγραφέων, η απαιτούμενη προσοχή για βάθος και συνοχή είναι, όσο ποτέ άλλοτε, αναγκαία. Είναι απλώς θέμα εντιμότητας να ζητάμε απ’ όλους να παράγουν ιδέες και όχι απλώς να τις συλλέγουν. Όπως έχουμε κάθε δίκιο να ζητάμε να υπάρχει μια εξήγηση για την προέλευση, το νόημα, την ανάπτυξη και την κατεύθυνση των ιδεών και όχι απλώς μια πρόχειρη και επιφανειακή συγκόλλησή τους.
Τελικά, εάν σκοπεύουμε να συζητήσουμε με το λαό για τα κοινά ζητήματα, καλά θα κάνουμε να μιλήσουμε σε μια γλώσσα που θα πηγάζει από την πολιτική κουλτούρα του και όχι από ιδιώματα και παραδόσεις που είναι εξολοκλήρου ξένα προς αυτήν. Στην Αμερική η λαϊκή πολιτική κουλτούρα έχει τις ρίζες της σε μία εξαιρετική επαναστατική παράδοση, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας ήταν η έντονη ελευθεριακή ατμόσφαιρα: ο υπερθεματισμός των δικαιωμάτων του ατόμου απέναντι σε εκείνα του κράτους, της τοπικής κοινότητας απέναντι στη συγκεντροποιημένη εξουσία, της αυτονομίας απέναντι στην εξάρτηση και της αυτάρκειας απέναντι στον έλεγχο του κορπορατιστικού κράτους. Αληθινά η υποταγή των Αμερικανών στα κελεύσματα της ιδιοκτησίας έχει να κάνει περισσότερο με την ατομική ανεξαρτησία που προσφέρει η ιδιοκτησία παρά με τον πλούτο που αντιπροσωπεύει. Το γεγονός ότι τα αντιδραστικά κινήματα αφομοίωσαν την προσήλωση των Αμερικανών στο πνεύμα της ιδιοκτησίας δεν αποτελεί απόδειξη του αντιδραστικού χαρακτήρα αυτής της προσήλωσης. Αντικατοπτρίζει μάλλον την ανικανότητα των κρατιστικών ρευμάτων του σοσιαλισμού, με την έμφαση που δίνουν στο συγκεντρωτισμό και στον κρατικό έλεγχο, να την προσεγγίσουν με έναν αυθεντικά ελευθεριακό τρόπο. Η επιτυχία των οπισθοδρομικών ιδεολογιών συχνά αποτελεί αδιάψευστη απόδειξη της αποτυχίας που βαραίνει τις αντίστοιχες αυτοαποκαλούμενες «προοδευτικές» ιδεολογίες.»

*Μάρεϊ Μπούκτσιν, Η σύγχρονη οικολογική κρίση, Βιβλιόπολις, Αθήνα (1993)

(Α.Τ.)

---



Σχόλια