Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οικονομία της αγοράς ή ηθική οικονομία*



===

[…] Η κραυγή για «οικονομική δικαιοσύνη» είναι τόσο παλιά όσο και η ύπαρξη οικονομικής εκμετάλλευσης. Πρόσφατα αυτή η κραυγή έχει χάσει την υψηλή θέση που κατείχε στη δική μας αντίληψη της ηθικής ή, για την ακρίβεια, έχει εκπέσει σε μια υποδεέστερη θέση εξαιτίας της υπεροικονομικής έμφασης που δίνεται στην «πνευματικότητα» σε αντιδιαστολή με την «υλικότητα». Μ’ αυτή την έννοια είναι εύκολο να καταλάβουμε το μεγάλο Γερμανό στοχαστή Τέοντορ Αντόρνο όταν, μια γενιά πριν, με οξυδέρκεια παρατηρούσε: «Υπάρχει τρυφερότητα μόνο στο χοντροκομμένο αίτημα ότι κανείς δεν πρέπει να πεινάσει ξανά».
Όσο υπερβολική κι αν φαίνεται αυτή η αντίληψη περί τρυφερότητας είναι ένα απόλυτα δίκαιο χαστούκι στο πρόσωπο εκείνων των προνομιούχων στρωμάτων των οποίων η «καλοζωισμένη πλεονεξία» για τα ωραία πράγματα συνδυάζεται με την «καλοζωισμένη πλεονεξία» για τα φτιαχτά προβλήματα του μαραζωμένου και πληκτικού εγώ τους. Εκ των πραγμάτων ήρθε ο καιρός να αποκαταστήσουμε την ηθική διάσταση αυτού που τόσο ψυχρά προσδιορίζουμε σαν «οικονομία» και επιπλέον να αναρωτηθούμε τι είναι μια πραγματικά ηθική οικονομία.
[…] Καμιά οικονομία δεν μπορεί ποτέ να είναι ηθικά ουδέτερη, όπως οι οικονομολόγοι θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε, ούτε οι τρόποι εργασίας και τεχνολογίας είναι δυνατό να θεωρηθούν ηθικά ουδέτεροι.
[…] Αναφερόμενοι στην «οικονομία της αγοράς» σε αντιδιαστολή με την «ηθική οικονομία», δεν θα ήταν λάθος να μιλήσουμε για μια «ανήθικη οικονομία» σε αντιδιαστολή με μια «ηθική οικονομία».
[…] Η οικονομία της αγοράς έχει τόσο βαθιές ρίζες στο νου μας, ώστε η ρυπαρή γλώσσα της έχει αντικαταστήσει τις πιο ιερές ηθικές και πνευματικές εκφράσεις μας. Τώρα «επενδύουμε» στα παιδιά μας, στους γάμους μας, στις προσωπικές μας σχέσεις. Η «επένδυση» είναι ένας όρος που έχει εξισωθεί με λέξεις όπως «αγάπη» και «φροντίδα». Ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτο «δοσοληψίες» και αναζητάμε το «ελάχιστο όριο» κάθε συναισθηματικής «συναλλαγής». Χρησιμοποιούμε την ορολογία των συμβολαίων αντί την ορολογία της αφοσίωσης και των σχέσεων πνευματικής συγγένειας. […]
Η ζωή έχει ουσιαστικά διαποτιστεί από εκείνα τα ποσοτικά χαρακτηριστικά τα οποία οι προηγούμενες γενιές είχαν αυστηρά περιορίσει στις αγοραίες σχέσεις. Σχέσεις, που όσο βίαιη κι αν ήταν η εισβολή τους σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών, η επίδρασή τους στην ανθρώπινη συμπεριφορά ήταν οριακή. Η «αξιοπρέπεια της εργασίας» υποδήλωνε τον κατώτερο ρόλο της εργασίας σε σχέση με τα ανώτερα ηθικά ενδιαφέροντα του αυτοσεβασμού του εργαζόμενου, όσο κι αν αυτή η αξιοπρέπεια βιάστηκε από την τραχύτητα του μόχθου και την κυρίαρχη παρουσία των οικονομικών ιεραρχιών. […]
[…] Η κατάρρευση του χρηματιστηρίου το 1929 έδωσε τη χαριστική βολή στο σεβασμό που απολάμβανε ανάμεσα στο λαό όχι μόνο ο πλούτος των μετοχικών εταιρειών, αλλά το ίδιο το σύστημα της αγοράς. […]
Η παρακμή του γοήτρου της οικονομίας της αγοράς για μια ολόκληρη δεκαετία έχει, σήμερα, απλώς ξεχαστεί. Από τη δεκαετία του ΄50 και έπειτα η οικονομία της αγοράς δεν έχει αποικιοποιήσει μόνο κάθε όψη της καθημερινής ζωής, αλλά έχει επιπλέον εξαλείψει από τη μνήμη τους εναλλακτικούς τρόπους ζωής που προηγήθηκαν. Είμαστε όλοι στις μέρες μας ανώνυμοι αγοραστές και πωλητές, ακόμη και των αθλιοτήτων που μας συνθλίβουν. Δεν πουλάμε και αγοράζουμε μόνο την εργασιακή μας δύναμη σε όλες τις εκλεπτυσμένες μορφές της, πουλάμε και αγοράζουμε ακόμη και τις νευρώσεις μας, την ανομία μας, τη μοναξιά μας, το πνευματικό μας κενό, την ακεραιότητά μας, την έλλειψη αυτοεκτίμησης και τα ίδια τα συναισθήματά μας. Πουλάμε και αγοράζουμε στους γκουρού, στους ειδικούς του ψυχικού και σωματικού «ευ ζην», στους ψυχαναλυτές, στους κληρικούς κάθε περιβολής και, τελικά, στους στρατούς των επιχειρηματικών και κυβερνητικών γραφειοκρατών που έχουν γίνει οι αυθεντικές κινητήριες δυνάμεις αυτού που κατ’ ευφημισμό αποκαλούμε «κοινωνία». Αγοράζουμε και πουλάμε τις εξωτερικές αμφιέσεις της προσωπικότητας: τα στιλπνά δερμάτινα σακάκια που κάνουν τους ασήμαντους λογιστές να δείχνουν εύσωμοι νταβαντζήδες και τις μπότες με τα ψηλά τακούνια που κάνουν τις πληκτικές γραμματείς να δείχνουν επικίνδυνα γοητευτικές πόρνες. Η ενδυμασία, το βάψιμο του προσώπου, τα εκκεντρικά χτενίσματα, τα μπιχλιμπίδια, η μεγάλη ποικιλία διακριτικών σημάτων και συμβόλων συνδυάζονται όλα στους αστικούς βόθρους του σύγχρονου κόσμου για να μας κάνουν να φαινόμαστε περισσότερο «ενδιαφέροντες» και λιγότερο αποπροσωποποιημένοι απ’ όσο πραγματικά είμαστε.
Η συμβατικότητα έπειτα από μια αστραπιαία κατάδυση αναδύεται ξανά με τη μορφή της στυλιζαρισμένης ιδιοσυγκρασίας, αναθεματίζοντας τα σύμβολα της «εξατομίκευσης» που ανεπαίσθητα επιβεβαιώνουν την απώλειά της. Η τραγιάσκα που γέρνει στο πλάι του παραδοσιακού εργάτη και το ημίψηλο καπέλο στις γελοιογραφίες του αστού κοσμούσαν κάποτε πρόσωπα με χαρακτήρα, εμπειρία, εσωτερική δύναμη και ατομικότητα. Σήμερα τα κουκλίστικα κεφάλια των «μποέμικων» μεσαίων τάξεων, αυτών των λειψάνων ενός παλλόμενου παρελθόντος, μοιάζουν με τραγελαφικές γελοιογραφίες. Η οικονομία της αγοράς έχει δείξει τη δύναμή της και επεκτείνεται μέχρι τις εσώτερες πτυχές της προσωπικότητας μετατρέποντας τους ακόλουθούς της σε πανομοιότυπα αντίγραφα ακόμα και όταν οι τελευταίοι αναζητούν την ιδιοτυπία στον τρόπο ένδυσης και στην χαμηλής στάθμης κουλτούρα των μέσων μαζικής ενημέρωσης. […]

*Μάρεϊ Μπούκτσιν, Η σύγχρονη οικολογική κρίση, Βιβλιόπολις, Αθήνα (1993)

Εικονογράφηση: Edward Hopper, Chop Suey (1929), Πηγή: Wikiart.org


(A.T.)

===

Σχόλια