Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οι άνθρωποι πεθαίνουν. Έτσι, απλά. [Αφήγημα]

---
 Στην κυρία Μαίρη Φραγκάκη με εκτίμηση.
   Δοκίμασε πρώτα με λατινικούς χαρακτήρες. Η αναζήτηση δεν της επέστρεψε αποτέλεσμα. Δοκίμασε πάλι, γράφοντας το ονοματεπώνυμο με ελληνικούς χαρακτήρες, πρώτα με κεφαλαία, μετά με μικρά, με τόνους, χωρίς. Μάταια. Διάολε! Και η κουτσή Μαρία έχει λογαριασμό στη ρημάδα την εφαρμογή! Ψέματα. Γνώριζε πολλούς που αρνιόντουσαν πεισματικά να ΄φακελωθούν΄ εκουσίως και αυτοβούλως στην εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης, όπου αναζητούσε να βρει ηλεκτρονικά ίχνη του παλιού της γνώριμου. Λες να έχει λογαριασμό με ψευδώνυμο; Δεν είχε διατηρήσει επαφή μαζί του, ούτε και με κοινούς γνωστούς και δε μάθαινε νέα του εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Όμως, τον έφερνε συχνά στη σκέψη της και όλο έλεγε πως, όταν κατέβαινε στην Κρήτη, θα προσπαθούσε να τον συναντήσει.
   Μια ιδέα φώτισε το μυαλό της. Άνοιξε μια μηχανή αναζήτησης και πληκτρολόγησε όνομα κι επίθετο χωρίς να ξέρει τι ακριβώς περίμενε να βρει. Ξαφνιάστηκε από το πλήθος των συνδέσμων που επέστρεψε η αναζήτηση στον ιστό και που περιείχαν το όνομά του. ‘Ποδηλατικός αγώνας’ και ‘στη μνήμη’ ήταν οι λέξεις που της έκαναν εντύπωση με μια γρήγορη σάρωση της οθόνης. Στη μνήμη; Έσπευσε να διαβάσει το πλήρες κείμενο ενός συνδέσμου. ‘Με επιτυχία ολοκληρώθηκε ο ποδηλατικός αγώνας που διοργανώθηκε για δεύτερη συνεχή χρονιά στη μνήμη του γεωπόνου Βασίλη Δ. στο…’ δεν μπορούσε να συνεχίσει. Οι σειρές χόρευαν εμπρός στα υγρά της μάτια. Η ελπίδα να γινόταν αναφορά σε κάποιο συνονόματό του έσβησε, όταν διάβασε την επαγγελματική ιδιότητα του τιμώμενου προσώπου, καθώς και τον τόπο διεξαγωγής του αγώνα. Η ανάμνηση του Βασίλη πάνω στο ποδήλατό του με τζιν παντελόνι, γυρισμένα ρεβέρ, καρό πουκάμισο και τα καστανά μαλλιά του δεμένα πίσω ξεπήδησε βίαια από το πίσω μέρος του μυαλού της. Μα βέβαια, ήταν αθλητής και ο ίδιος!
   Άρχισε να ανοίγει συνδέσμους για να μάθει τι είχε συμβεί. Κι έμαθε. Ο Βασίλης και η μνηστή του, έχασαν τη ζωή τους την πρωτομαγιά του δύο χιλιάδες τέσσερα σε ένα φαράγγι του νησιού, όταν κεραυνοβολήθηκαν από την τάση καλωδίου της ΔΕΗ που είχε πέσει στο έδαφος. Έξι χρόνια πριν! Αυτή η σκέψη, ότι δηλαδή πληροφορούταν το γεγονός με τόσο μεγάλη καθυστέρηση, την εξόργισε περισσότερο ίσως και από τον άδικο θάνατο που είχε το άτυχο ζευγάρι. Εκείνος στα τριάντα δυο, εκείνη στα είκοσι οκτώ. Πως της διέφυγε μια τέτοια είδηση; Ίσως να ήταν πολύ απορροφημένη από τα προσωπικά της προβλήματα και να μην έδινε σημασία στα δελτία ειδήσεων εκείνο το διάστημα. Ο μοναδικός άνθρωπος, που θα μπορούσε να την πληροφορήσει εγκαίρως, δεν το έκανε, όχι μόνο γιατί δεν μπορούσε να ξέρει τα αισθήματά της για το Βασίλη, αλλά και γιατί γνώριζε καλά πως εκείνο το διάστημα ήταν ο τελευταίος από τον οποίο εκείνη ήθελε να μαθαίνει νέα … Αχ, ρε Βασίλη!
   Ένα βίντεο με την είδηση της δικαίωσης των οικογενειών από τη δικαιοσύνη όπου προσέφυγαν ζητώντας να αποδοθούν ευθύνες για την ελλιπή συντήρηση του δικτύου της ΔΕΗ, τη συντάραξε. Ένας άντρας με ψαρά μαλλιά –πατέρας, θείος, δεν γνώριζε- κρατούσε στο χέρι του μια φωτογραφία του ζευγαριού. ‘Αυτά τα δυο παιδιά εδώ χάθηκαν τελείως άδικα’ ήταν τα πρώτα λόγια του. Με μια σβέλτη κίνηση πάγωσε το βίντεο. Δίπλα στη γελαστή κοπέλα, ήταν εκείνος που αναζητούσε, αιφνιδιασμένος από το ‘κλικ’ του φωτογράφου. Τον έβλεπε μπροστά της, χαμογελαστό. Άγγιξε την οθόνη με τις άκρες των δακτύλων της και χάιδεψε τρυφερά πρώτα το κεφάλι του νεαρού άνδρα κι ύστερα της συντρόφου του. Λύγισε.
   Συντετριμμένη αναζήτησε και ανέβασε από μια άλλη εφαρμογή του διαδικτύου ένα βίντεο του τραγουδιού Ήτανε μια φορά’, που θυμόταν πως άρεσε πολύ σε εκείνον, όπως άλλωστε και στους περισσότερους των οποίων η ζωή είχε συνδεθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την Κρήτη. Η  υπέροχη φωνή του Νίκου Ξυλούρη την ταξίδεψε πίσω στο χρόνο, σε μια μάζωξη, όπου ο Βασίλης το τραγουδούσε a cappella με τα μάτια του κλειστά κι όλοι τον άκουγαν εκστατικοί. Το ίδιο κι εκείνη, που είχε διαλέξει να παρακολουθεί από το βάθος του δωματίου για να μπορεί να τον παρατηρεί ελεύθερα χωρίς να γίνεται αντιληπτή, ούτε από εκείνον, ούτε από τους άλλους. Την ερμηνεία του έκανε ιδιαίτερη η ψυχή που έβαζε σε αυτό όπως και στα ριζίτικα, τα παραδοσιακά τραγούδια της γενέτειράς του. Τυχαία, έπεσε η ματιά της στο βίντεο ενός ριζίτικου μοιρολογιού. Άραγε το τραγούδαγε εκείνος; Μπορούσε να φανταστεί τον αβάσταχτο πόνο των δικών του στο άκουσμά του και η καρδιά της ράγισε.
Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου
κι αν έρθουν και δικοί μας
να μη τους πεις κι απόθανα
να τους βαροκαρδίσεις.
Στρώσε τους τάβλα να γευτούν,
κλίνη να κοιμηθούνε.
Στρώσε τους παραπέζουλα
να βάλουν τ' άρματά τους.
Και σαν ξυπνήσουν το πρωί
και σ' αποχαιρετούνε,
πες τους το πως απόθανα.
   Ξάπλωσε μα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Άρχισε να αναπολεί το παρελθόν. Οι αναμνήσεις της από εκείνον μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες είχαν ξεθωριάσει. Δεν τον είχε ζήσει το Βασίλη όσο θα ήθελε. Δεν είχαν κάνει στενή παρέα οι δυο τους. Τον θυμόταν σε συναθροίσεις σε σπίτια, με κοινές παρέες στα μαγαζιά της πόλης και το ΤΕΙ. Υπήρξε ερωτευμένη μαζί του στις αρχές του πρώτου εξαμήνου των σπουδών της. Εκείνος ήταν σε μεγαλύτερο εξάμηνο και σε άλλη σχολή. Τον έβλεπε να περνάει τα διαστήματα ανάμεσα στα μαθήματα με τους φίλους του στο γρασίδι, κάτω από τον ίσκιο του μοναδικού δέντρου στο προαύλιο. Σαν έπιασε φιλίες με την παρέα του, έμαθε ότι ήταν σε σχέση και έτσι- άδοξα- έληξε ο έρωτάς της για εκείνον. Σύντομα, ερωτεύτηκε κάποιον άλλο και η ζωή συνεχίστηκε.
   Θυμήθηκε ένα βράδυ που τον είχαν ανταμώσει μαζί με την κοπέλα του- εκείνη και ο φίλος της- στο στέκι τους. Ήταν ασυνήθιστα αμίλητος και σκεφτικός κι όταν μίλαγε γινόταν εριστικός. Προς όλους ή μόνο προς εκείνη; Να είχε πει κάτι που τον ενόχλησε; Δεν θυμόταν. Ούτε και την απάντηση του συντρόφου της μπορούσε να θυμηθεί, όταν του σχολίασε την παράξενη συμπεριφορά του Βασίλη, καθώς έφευγαν από το μαγαζί οι δυο τους. Στριφογυρνούσε τώρα στο κρεβάτι, ανήσυχη. Αλίμονο! Η ανάμνηση μιας ματιάς του, όταν χώριζαν οι δυο τους- τελευταίοι από μια συνάντηση της παρέας στο γρασίδι, ενίσχυσε την πεποίθησή της ότι κάποιο ιδιότυπο χρέος απέναντί του υποκινούσε την ανάγκη της να τον ξαναδεί. Δεν θα το ξεχνούσε εκείνο το βλέμμα όσο ζούσε: πλάγιο, πάνω από τον αριστερό του ώμο, υπεροπτικό και υποτιμητικό το δίχως άλλο.
   Δεν ήταν πάντα έτσι. Ήταν ευχάριστος στην παρέα. Η θύμηση μιας ακόμα βραδιάς την έκανε να χαμογελάσει. Οι δυο τους, μαζί δυο φίλες και ο σύντροφός της, βρέθηκαν να τα πίνουν στο στέκι τους. Ο Βασίλης πήρε το μοναδικό τριαντάφυλλο που υπήρχε σε ένα μικρό βάζο στο τραπέζι και αναρωτήθηκε σε ποια από τις τρεις γυναίκες της συντροφιάς να το προσφέρει. Καμιά τους δεν διεκδίκησε ανοιχτά το δώρο, αν και όλες το ποθούσαν. Για την ακρίβεια, όλες το αποποιήθηκαν, μα τα μάτια πετούσαν σπίθες κι οι γλώσσες πήγαιναν ροδάνι. Εκείνος έκανε πως αποφάσιζε και άλλαζε πάλι γνώμη. Και να σου τα πειράγματα και τα γέλια. Τον είχε απέναντί της. Την άφηνε έκπληκτη το παιχνίδι που σκάρωσε. Τι πειραχτήρι! Την κοίταξε πολλές φορές. Σε μια από αυτές της φάνηκε πως είχε πάψει να διασκεδάζει. Σαν κάτι να τον βάραινε. Θεωρούσε απίθανο να τη διαλέξει μια και συνοδευόταν. Όσο περνούσε η ώρα η αρχική ανάλαφρη διάθεση έδινε τη θέση της σε αγωνία ανομολόγητη. Να την είχε διακρίνει στα μάτια της, όταν, λίγο πριν δώσει το λουλούδι σε μια από τις άλλες, όπως σωστά είχε υποθέσει, την κοίταξε με βλέμμα ολότελα σοβαρό; Χαμήλωσε τα μάτια της, δεν άντεχε να την κοιτάζει έτσι. Τα μελιά του μάτια ήταν καλοσυνάτα και κοφτερά μαζί. Όπως και η θωριά του κι οι τρόποι του.
   Μια ακόμη ανάμνηση πάσχιζε να σχηματιστεί στο μυαλό της, να γίνει εικόνα και ήχος... Ένα ροκ μπαρ όπου μπαίνοντας εκείνη και χαιρετώντας την παρέα, δέχτηκε δυο χειροφιλήματα. Κολακεύτηκε από τη μια, αισθάνθηκε αμήχανα από την άλλη, γιατί προκάλεσε την έκπληξη των θαμώνων , αλλά και τη ζήλια των άλλων γυναικών της παρέας. Περίεργο, που θυμόταν τα συναισθήματά της τόσο ζωηρά μετά από τόσα χρόνια. Χαμογέλασε πλατιά και αθώα, όπως και τότε. Πιο περίεργο, όμως, που δεν θυμόταν ποιοι ήταν εκείνοι οι δυο άντρες που την είχαν τιμήσει με αυτό τον ιδιαίτερο χαιρετισμό. Είχε την εντύπωση πως ήταν εκείνος και ο καλύτερός του φίλος, αλλά δεν μπορούσε να πει με σιγουριά. Εκείνος τρυφερός μαζί της; Γιατί όχι; Ήρθε στο νου της το πέσιμο από το μηχανάκι, στο οποίο ήταν συνεπιβάτης. Σύρθηκε στην άσφαλτο για λίγα μέτρα με αποτέλεσμα να πάθει ελαφριά εγκαύματα στα χέρια, να κόψει τα χείλη της και να σπάσει ένα δόντι στραβό που προεξείχε. Κατά τα λοιπά ήταν σώα και αβλαβής. Λίγες ώρες μετά το ατύχημα ,ανέβηκε στη σχολή. Τον συνάντησε στην είσοδο της λέσχης, εκείνη έμπαινε, εκείνος έβγαινε. Τη ρώτησε τι έπαθε. Του είπε. Την κοίταξε με φανερή ανησυχία και σαν βεβαιώθηκε πως ήταν καλά, την αγκάλιασε σφιχτά.
   Η ανάμνηση αυτής της στοργικής αγκαλιάς την ηρέμησε. Ακύρωσε μονομιάς στο μυαλό της τις κακές στιγμές τους, εάν αυτές υπήρξαν και δεν ήταν γέννημα της φαντασίας της. Είτε τον είχε προσβάλλει, είτε όχι, εκείνος τη νοιαζόταν και ήταν αρκετά μεγαλόψυχος για να μην υπολογίζει κακό προηγούμενο και να το δείχνει αυθόρμητα. Γιατί να μην ήταν κι εκείνος τυχερός; Γιατί να μην ήταν το ατύχημά του μια κακιά στιγμή περαστική, να μπορούσε να τον δει και να τον αγκαλιάσει, όπως είχε κάνει εκείνος; Λυγμοί τράνταξαν το σώμα της. Γύρισε στο πλάι και κουβαριάστηκε. Οι άνθρωποι πεθαίνουν! μονολόγησε. Έτσι, απλά… Ήταν ανάγκη να αντιμετωπίσει το θάνατο ρεαλιστικά, αν όχι κυνικά. Ήταν ένα πλήγμα που ένιωθε πως δεν θα ξεπερνούσε, εάν αφηνόταν να βουλιάξει στο πένθος που βίωνε. Έφερε πάλι στο μυαλό της το αγκάλιασμά του κι έκλεισε τα μάτια της.
   Την επομένη δεν κατάφερνε να συγκεντρωθεί στη δουλειά. Ο λογισμός της έτρεχε διαρκώς στο παρελθόν. Πόσοι άνθρωποι, πόσες αναμνήσεις! Είχε ήδη αναζητήσει κάποιους παλιούς φίλους και γνώριμους. Ήταν κι άλλοι πολλοί, που θα ήθελε να μάθαινε νέα τους. Γνώριζε πως αυτό ήταν πρακτικά αδύνατο, αλλά ακόμη κι αν με κάποιο τρόπο κατάφερνε να τους ξετρυπώσει, πόσα αλήθεια θα είχε να πει μαζί τους, τόσα χρόνια μετά; Έτσι είναι η ζωή. Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν. Λίγοι μας περιβάλλουν για μεγάλα διαστήματα της ζωής μας, ελάχιστοι μας συντροφεύουν δια βίου.
   Το θετικό ήταν πως είχε πολλές όμορφες στιγμές να θυμάται. Τα μαύρα κομμάτια εκείνης της περιόδου είχαν να κάνουν περισσότερο με τον δικό της αγώνα ωρίμανσης, παρά με τους ανθρώπους που γνώρισε. Έβλεπε από απόσταση πια τα λάθη της, τις παραλείψεις της, τις εμμονές της, τους φόβους και τις αγωνίες της και χαμογελούσε με κατανόηση. Θα μπορούσε και καλύτερα, αλλά κι έτσι όπως πορεύτηκε τα πρώτα χρόνια της ως ενήλικο άτομο, δεν το μετάνιωνε. Είχε ακόμη πολλά περιθώρια βελτίωσης, πολλές εμπειρίες να αποκομίσει, πολλή αγάπη να δώσει και ένιωθε τυχερή που ήταν ζωντανή και είχε ακόμη ευκαιρίες.
   Όταν γύρισε στο σπίτι έκανε νέα αναζήτηση στο διαδίκτυο. Άρχισε να διαβάζει όλα όσα είχε παραλείψει το προηγούμενο βράδυ. Ένα πρόσφατο άρθρο σε τοπική εφημερίδα τη συγκλόνισε. Διάβασε εκεί ένα γράμμα της μητέρας του.
«Βασίλη παιδί μου
Κινάμε πάλι. Ένα ταξίδι στην ανάμνηση με χαρές και γέλια.
Όπως θα το θέλεις κι εσύ. Και μ’ όσα αγάπησες. Τον πολιτισμό, τη φύση, το χωριό, τους φίλους σου.
Έτσι πιστεύουμε όλοι εμείς που σε θυμόμαστε, σ’ αγαπάμε και σε τιμούμε και μ’ αυτό τον τρόπο. Με γιορτή. Γιατί το μπορούμε.
Βασίλη, φαντάζομαι ότι ξέρεις, τα φυτά σου ανθίζουν, το αμπέλι σου δένει καρπό και οι ελιές σου έχουν φέτος την τιμητική τους σ’ αυτή τη γιορτή που συμπίπτει με την παγκόσμια ημέρα περιβάλλοντος.
Και πως θα ‘ταν αλλιώς αφού γίνεται για σένα που μέσα στη φύση που τόσο αγάπησες ‘έφυγες’.
Είθε να έχει ριζώσει ο σπόρος που ρίξαμε πέρυσι στις καρδιές των ανθρώπων και είθε να πιάσει και ο φετινός με όσα θα πούμε, θα τραγουδήσουμε, θα παίξουμε, θα αγωνιστούμε.
Είθε η αγωνία σου για τη φύση και η πίστη σου στον πολιτισμό- που μόνο αυτός μπορεί να βοηθήσει στα δύσκολα χρόνια που έρχονται για μας εδώ- ν’ αφήσουν κάτι από σένα στη μνήμη μας. Κάτι από τον λιτό τρόπο ζωής σου έστω, που θα φανεί στις επιλογές μας. Αλλιώς φοβάμαι κι εγώ τώρα αυτό που φοβόσουν κι εσύ. Δεν θα επιβιώσουμε.
Για την ώρα και για τρεις μέρες, εμείς θα κάνουμε ό,τι έκανες κι εσύ όταν έρχονταν οι φίλοι σου. Γιορτή! Για σένα και για ένα κλαδί ελιάς. Εσύ κερνάς: εμείς ξεκινάμε. Ήρθαν πάλι οι φίλοι σου!

Σε φιλώ η μαμά σου.

Υ.Γ. Τοποθετήθηκε και ταμπέλα με το όνομά σου στον πολύπαθο δρόμο που οδηγεί στο σπίτι μας και ελπίζω σύντομα η δικαιοσύνη να σταματήσει τους σφετεριστές του. Και ο θίασος πάει πολύ καλά. Ελπίζω να βοηθήσεις να συνεχίσουν. Να το πεις και στη Μάγδα…»
   Ώστε έπαιζε κιόλας; Αυτή του η δραστηριότητα της ήταν άγνωστη ή της διέφυγε με το πέρασμα των χρόνων. Πολύ θα ήθελε να τον είχε δει να παίζει. Γιορτή; Το απόθεμα δύναμης που χρειάζεται για να ξεπεράσει κανείς τον πόνο της απώλειας, όταν έχει μαλακώσει ο θυμός, το γνώριζε από πρώτο χέρι. Όταν όμως η απώλεια είναι του παιδιού σου, τι μεγαλείο ψυχής, πρέπει να διαθέτεις για να μπορείς να μετασχηματίσεις την οδύνη σε κίνητρο για δημιουργία; Ήταν μάνα και η ίδια και στην ιδέα να πάθαινε κάτι το παιδί της, έχανε τη γη κάτω από τα πόδια της. Η μάνα του αγωνίστηκε να μην υπάρξουν κι άλλοι άδικοι θάνατοι κι ακόμη αγωνίζεται να αναστήσει τα όνειρα του παιδιού της… Τι γυναίκα!
   Ανοίγοντας έναν ακόμη σύνδεσμο, βρέθηκε στην ιστοσελίδα προβολής του σπιτιού του, το οποίο  αξιοποιήθηκε επιχειρηματικά από τους δικούς του. Παρέμενε εντυπωσιακό, όπως το θυμόταν .Το έβλεπε κάθε που περνούσε με το λεωφορείο έξω από το χωριό του πηγαίνοντας στο Ρέθυμνο, στο πατρικό του φίλου της. Δεν ήξερε ότι ήταν το δικό του σπίτι. Τυχαία το έμαθε. Ο Βασίλης είχε καλέσει εκεί κοινούς τους φίλους, οι οποίοι αργότερα της αφηγήθηκαν τις εντυπώσεις τους. ‘Στο δωμάτιο του Βασίλη, ακριβώς πάνω από το κρεβάτι του, υπάρχει μια γυάλινη πυραμίδα!’ ήταν το πρώτο που ανέφερε η φίλη της, ενθουσιασμένη. Η γυάλινη πυραμίδα είχε τραβήξει και τη δική της προσοχή, όπως και το ροζ χρώμα του σπιτιού, που τότε ήταν ασυνήθιστο.
   Σάστισε, όταν είδε στην ιστοσελίδα μια φωτογραφία του, που είχε ξαναδεί στο παρελθόν. Ήταν από μια πολιτιστική εκδήλωση που είχε λάβει χώρα στο χωριό του κι ήταν ντυμένος με την παραδοσιακή στολή. Τους την έδειχνε με περηφάνια. Θύμωσε πολύ. Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι αυτός ο όμορφος άνθρωπος δεν ήταν πια στη ζωή. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι στο πρόσωπό του, συνοψιζόταν η ομορφιά της Κρήτης, το μεγαλείο και η αρχοντιά των ανθρώπων της, που είχε θαυμάσει κάποτε, πριν τους βάλει στα μαύρα κατάστιχα. Τώρα, χάρη στο Βασίλη, τα έφερνε όλα αυτά στο μυαλό και την καρδιά της κι έκανε ειρήνη με το παρελθόν της. Τα δάκρυα της λύτρωσης κυλούσαν καυτά στα μάγουλά της. Το νησί αυτό ήταν πατρίδα του παιδιού της. Ήταν κομμάτι της ζωής της. Δεν μπορούσε παρά να το αγαπά. Πως το είχε ξεχάσει αυτό;
   Σκούπισε τα δάκρυά της κι εξακολούθησε να ανοίγει συνδέσμους. Στον τελευταίο που άνοιξε, διάβασε ένα παλαιό άρθρο που αφορούσε στην αγωγή που είχε καταθέσει η οικογένειά του εναντίον της ΔΕΗ. Είχε μεταφερθεί εκεί αυτούσιο ένα κομμάτι της αγωγής και με έκπληξη διαπίστωσε ότι στα μέλη της οικογένειάς του περιλαμβανόταν και ο τότε εξάχρονος γιος του. Νέα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. Δάκρυα χαράς ανέλπιστης. Μπράβο, ρε Βασίλη! έλεγε και ξανάλεγε πανευτυχής στη σκέψη πως εκείνος ζούσε μέσα από το παιδί του. Η φράση που είχε διαβάσει λίγο νωρίτερα και η οποία ήταν παρμένη από το ημερολόγιο του Βασίλη, έμοιαζε τώρα μαγική: Πάντα νιώθεις αισιόδοξος για το μέλλον μπροστά στην παιδική αγνότητα. Ναι, ήταν αισιόδοξη τώρα. Κοίταζε τη φωτογραφία του και χαμογελούσε διάπλατα. Μακάρι να ήταν αλλιώς. Σε μια άλλη ζωή ίσως... Αντίο, φίλε! ψιθύρισε σχεδόν ευλαβικά κι άρχισε να σιγοτραγουδάει:
Ήτανε μια φορά μάτια μου κι έναν καιρό
μια όμορφη κυρά αρχόντισσα να σε χαρώ
Μια μικροπαντρεμένη κόρη ξανθή
τον κύρη της προσμένει βράδυ πρωί...


(Α.Τ.)
---

Σχόλια

  1. Ναι, έτσι απλά, όπως γεννιούνται, πεθαίνουν οι άνθρωποι. θα μπορούσαμε να ζούμε κι έτσι απλά και όμορφα, γιατί έτσι είναι τα πράγματα απ' τη φτιαξιά τους. Όμως, ....

    Με συγκίνησε πολύ, το κείμενο αυτό!
    Καλημέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τίνα ΦραγκάκηΤετ Νοε 10, 05:37:00 μ.μ.

    Κοριτσάκι μου μας μάγεψες! Είναι τόσο αληθινή η περιγραφή και τόσο τρυφερή και συγκινητική η ανάμνηση....Σπάραξα και λυτρώθηκα άλλη μια φορά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αγαπητή κυρία Φραγκάκη,
    ο χρόνος και οι συνθήκες της γνωριμίας με τον Βασίλη, η στόφα του και τα συναισθήματα που κάποτε ενέπνευσε, μόνον τρυφερή και γλυκιά ανάμνηση θα μπορούσαν να γίνουν... Να είστε βέβαιη ότι χάρη στην αποδοχή που βρίσκει από τους δικούς του ανθρώπους το κείμενο αυτό, το δώρο έγινε αντίδωρο... Σας ευχαριστώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αγαπημένη μου, Πυρφόρα, αυτό το "όμως" είναι βάσανο μεγάλο. Ίσως όμως να χρειάζεται να είναι έτσι για να μπορούμε να εκτιμάμε το μεγαλείο της απλότητας, όπου και όταν και άμα την απαντάμε... Σ' ευχαριστώ που περνάς. Να είσαι δυνατή, σε φιλώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Λιλη ΦραγκάκηΤετ Νοε 10, 11:57:00 μ.μ.

    Πήγαινε στο καλό Καμάρι μου
    κι ισια μπροστά σου θώριε
    την κεφαλή μη στρέψεις πίσω σου
    τι η συντριβή της μνήμης
    και το δάκρυ μας
    τα φτερωμένα πόδια θα βαρύνουν
    Προχώρα εσυ Αγέρι μου μα,
    ανέσπερο το φως στα μάτια σου
    τους ισκιους
    στη ζωή μας θα φωτίζει..
    Λιλή Φραγκάκη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Αν κι έχω ελαττώσει κατά πολύ τις διαδικτυακές μου οδοιπορίες, τη διαδρομή προς τα μέρη σου, ομολογώ, πως ακολούθησα μετά χαράς.

    Να ξαποστάσω και γω το φαναράκι μου:

    Χαίρομαι που σε διαβάζω ξανά! Μα πιότερο χαίρομαι για το ότι αφήνεις να διαβάσουν και οι αλλότριοι την ιστορία σου, μη κρατώντας τη ως ιδιωτικό κειμήλιο για τους ημέτερους ή τους λαθραναγνώστες της ψυχής σου.

    Με αυτόν τον τρόπο κατορθώνεις οντολογικά κάτι λίαν σημαντικό -συνειδητά ή ασυνείδητα- σε αυτό που λένε οι απαισιόδοξοι « Δυστύχημα της ύπαρξης μας», τη ζωή δηλαδή.

    Αναβαθμίζεις την αξία της! Μεγαλώνεις τη ζήτησή της! Η ζωή, πλέον, δε λογίζεται ως ανεμπόδιστο δεινό, σα μια προ-σκηνοθετημένη σταύρωση για τους αιώνιους σπουδαστές της, αλλά τουναντίον, γίνεται κάτι αξιοτίμητο.

    Πώς;

    Με το να μοιράζεσαι μαζί μας όχι τη φλούδα του χαρακτήρα σου, τις μάσκες ή τα απορρίμματα του -τον πόνο που απορρέει δηλαδή από τις απορρίψεις σε στιγμές αληθινές όπως τώρα- αλλά τον καλοκαθαρισμένο καρπό της ουσίας σου! Τον πυρήνα.

    Για να το κάμει κανείς αυτό, θέλει σθένος. Γιατί εκθέτει τον εαυτό του, ως ΕΙΝΑΙ, δίχως ασπίδες, ατσάλι και λοιπά προστατευτικά.
    Κι έτσι το ανυπόφορο άχθος της μοναχικότητας, σα νούφαρο που τοποθετείται ξανά μες το νερό, βρίσκει συν-τροφο! Βρίσκει ανάσες. Βρίσκει ζωή.

    Γιατί ο εγωισμός, στη τελική, δεν είναι τίποτε άλλο από την αποκλειστικότητα της γνώσης, ενώ η Αγάπη το διαμοίρασμά της.



    Όταν αποφασίσεις πως είσαι έτοιμη να εκδώσεις, Σκορπάκι, να με ενημερώσεις ASAP.


    Φιλιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Αγαπητέ Α.Δ.
    το σχόλιό σου ήταν απρόσμενο, γι΄αυτό και μου πρόσφερε χαρά μεγάλη, χαρά διπλή: που "ακούω" νέα σου [η απουσία σου είναι από αυτές που προκαλούν αίσθηση] και που με διαβάζεις!
    Εύχομαι να είσαι καλά, όπου κι αν περιδιαβαίνεις με το φαναράκι σου! Μην μας ξεχνάς! Καλή επιτυχία στα εγχειρήματά σου και δύναμη μέχρι την Άνοιξη!

    Σε φιλώ.

    υ.γ. Θα σε ενημερώσω όταν... :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου