Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μόλις χώρισα [Ημερολόγιο]

---

Ο εν δυνάμει εργοδότης μου ήταν απασχολημένος και μου ζήτησε ευγενέστατα να τον περιμένω στο γραφείο του, όπου με συνόδευσε η συνεργάτιδά του. Αμηχανία. Άρχισα να εξερευνώ τον χώρο και παράλληλα προσπάθησα να ελέγξω με ανεπαίσθητες, ρυθμικές αναπνοές τους χτύπους της καρδιάς μου. 
Χαμογέλασα πλατιά στη συμπαθέστατη γυναίκα που συνέχιζε να δουλεύει στον υπολογιστή της και βιάστηκα να τραβήξω το βλέμμα μου από εκείνη χάριν διακριτικότητας. Τότε είδα την μαύρη κούπα με το τύπωμα μιας καρδιάς, κατακόκκινης φυσικά, συνοδευμένη από τη φράση «ΜΟΛΙΣ ΧΩΡΙΣΑ». Κι εγώ, σκέφτηκα και με δυσκολία συγκράτησα τον αναστεναγμό μου. 
Εντάξει, μόλις δυο βδομάδες είχαν περάσει, δικαιολογημένος και ο παρ’ ολίγον αναστεναγμός και η υγρασία που απλώθηκε στα μάτια μου και που μετά βίας κατάφερα να μαζέψω πάλι πίσω. Ήταν ανάγκη να το θυμηθώ αυτό τώρα, εδώ; Μπούρδες, γιατί μήπως το είχα ξεχάσει και καθόλου, αλλά να, έπρεπε να προσέξω πολύ να μην πέσω στη λακκούβα με τα συναισθηματικά απόνερα, διακινδυνεύοντας έτσι να χάσω την ευκαιρία να βρω δουλειά μετά από έναν ολόκληρο χρόνο ανεργίας. 
Κοίταξα με τρόπο την ώρα στο κινητό μου, σχεδόν δέκα λεπτά αναμονής. Θα αργήσει κι άλλο; Καλό σημάδι είναι αυτό ή κακό; Μην σκέφτεσαι αρνητικά, κοριτσάρα! Βασικά, μην σκέφτεσαι τίποτα. Απλά, χαλάρωσε, όλα καλά θα πάνε. Κατάφερα παροδικά να ξεπεράσω και θλίψη και αμηχανία, μα η γυναικεία παρουσία που αμίλητη με συντρόφευε γινόταν πιεστική άθελά της, με ωθούσε να κοιτάζω μόνο στα δεξιά μου, πότε ψηλά την ψευδοροφή, πότε τη βιβλιοθήκη, το γραφείο του «αφεντικού», τον υπολογιστή του, το κινητό του, την κούπα του. «Μόλις χώρισα», έλεγε και ξανάλεγε θλιμμένη εκείνη. Κι εγώ να σε πάρει ο διάολος, κι εγώ, απαντούσα βουβά και το μυαλό μου γέμισε εικόνες, λόγια, συναισθήματα από εκείνο το πρωινό που έφυγε από κοντά μου, πάλι.
Τράβηξα το βλέμμα μου από την κούπα, αλλά μάλλον ήταν αργά, καθώς οι θύμησες, σκόρπια καρέ, στιγμές ευτυχίας και στιγμές ανείπωτου πόνου, εναλλάσσονταν ήδη η μια πίσω απ’ την άλλη, τόσο γρήγορα κι ανεξέλεγκτα, που κουβαριάστηκαν κι έγιναν λες ανεμοστρόβιλος, το μυαλό μου σκόρπισε, η καρδιά μου σφίχτηκε, οι παλάμες ίδρωσαν κι ο φάκελος που κρατούσα ασφυκτιούσε στα χέρια μου, όπως κι εκείνος. Όπως κι εγώ. Όπως συμβαίνει πάντα ή σχεδόν πάντα, λίγο πριν τον χωρισμό. 
Γιατί; Π’ ανάθεμά με, δεν ξέρω. Π’ ανάθεμά σε κι εσένα, που τόσο καιρό ζύγιαζες, μα δεν έλεγες κουβέντα. Όχι, πως δεν ένιωθα. Ένιωθα κι ύστερα ένιωθα περισσότερο άσχημα κι ύστερα έπαψα να νιώθω. Έτσι, δεν γίνεται πάντα; Φταίνε κι οι δυο, πάντα. Καμιά φορά φταίνε κι οι συνθήκες, θα έλεγες κι εγώ θα επέμενα: φταίμε εμείς, δεν φταίνε οι συνθήκες. Κι εκεί θα βουβαινόμασταν πάλι, για να μην τσακωθούμε πάλι. Αυταπάτες οι έρωτες κι οι αγάπες, διαλύονται μια στιγμή- μέσα σε μία και μόνη στιγμή- και όλα γίνονται ξεκάθαρα. Δεν πάει άλλο, δεν πάει άλλο! Πονάς, πονάει, ίσως, μα- σίγουρα- δεν πάει άλλο. Κι ας θολώνει ο νους κι αφήνεται σε κατηγόριες: εσύ που αυτό, εσύ που εκείνο κι ύστερα οι απολογίες: «Συγγνώμη, δεν το εννοούσα. Πάνω στο θυμό μου το είπα».
«Συγγνώμη για την καθυστέρηση! Καφέ θα πιείς;» Το βλέμμα μου αγκάλιασε πρώτα εκείνον κι ύστερα την κούπα πάνω στο γραφείο του. «Όχι, ευχαριστώ». Κι εγώ…
(Α.Τ.)
---


Σχόλια