Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Στο διάδρομο της ψυχιατρικής [Ημερολόγιο]



---
Είναι απόγευμα, κοντά τέσσερις. Εδώ και μια ώρα περιμένω υπομονετικά τον Φώτη, στο διάδρομο έξω από την ψυχιατρική κλινική του νοσοκομείου. Ο Φώτης είναι εγκαταστάτης ηλεκτρολόγος, συνεργάτης του γραφείου. Τον κάλεσα για ένα πρόβλημα στις ηλεκτρικές κλειδαριές των θωρακισμένων θυρών ασφαλείας που λίγες μόλις μέρες πριν εγκαταστήσαμε στην κλινική, χωρίζοντάς τη στα δυο και δημιουργώντας έναν χώρο ελεγχόμενης πρόσβασης όπου θα φιλοξενούνται οι "βίαιοι ασθενείς".
Πίνω αργά μια ζεστή σοκολάτα και παρατηρώ τους περαστικούς: ασθενείς, συγγενείς, ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Πλησιάζει ένα νεαρό ζευγάρι, φορτωμένο σακούλες με φρούτα, τρόφιμα, ρούχα. Κοντοστέκονται. Η γυναίκα τηλεφωνεί σε κάποιο γιατρό που προφανώς τους περιμένει. Χάνονται από το οπτικό μου πεδίο. Σε λίγο εκείνη επιστρέφει. Σπρώχνει την πόρτα του WC επισκεπτών με το ένα δάκτυλο του χεριού σαν να φοβάται ότι θα κολλήσει κάτι. Την ανοίγει, αλλά μένει εκεί. Με ρωτάει αν είναι κάποιος μέσα. Της απαντώ ότι δεν αντιλήφθηκα να μπαίνει κάποιος και την παροτρύνω να χτυπήσει την εσωτερική πόρτα. Μπαίνει και γυρίζει αμέσως για να μου ζητήσει να την προσέχω. Τη διαβεβαιώνω ότι θα έχω το νου μου, χωρίς να μπορώ να φανταστώ από τι και ποιόν μπορεί να κινδυνεύει. Καταλήγω ότι ο φόβος της πηγάζει από το γεγονός ότι η εσωτερική πόρτα δεν κλείνει. Το διαπίστωσα η ίδια δυο μέρες πριν, όταν κατέφυγα στο συγκεκριμένο WC για να ανακουφίσω την ουροδόχο κύστη μου κατόπιν πολύωρης παραμονής στην κλινική για την επίβλεψη των εργασιών. Η αφόρητη πίεση που ένιωθα τότε με βοήθησε να ξεπεράσω άμεσα τις αναστολές μου για τον κίνδυνο να με δει κάποια άγνωστη από τη μισάνοιχτη πόρτα. Η γυναίκα βγαίνει από την τουαλέτα, με ευχαριστεί εγκάρδια και χάνεται και πάλι.
Σκέφτομαι ότι έχει πλάκα που εμπνέω εμπιστοσύνη κατά καιρούς σε άγνωστες γυναίκες. Τις προάλλες στο σταθμό των λεωφορείων στη Θεσσαλονίκη, μία άλλη κυρία αφού πέρασε μια δυο φορές από μπροστά μου, μου εμπιστεύτηκε τη βαλίτσα της για να πάει τουαλέτα. Λίγο αργότερα, σκέφτηκα να της ζητήσω να προσέξει εκείνη το δικό μου σακίδιο για να πάω κι εγώ, αλλά τελικά προτίμησα να το πάρω μαζί μου. Τώρα που το σκέφτομαι, όχι γιατί δεν μου ενέπνευσε εμπιστοσύνη η κυρία, αλλά γιατί με τα χρόνια η συνήθεια να κρατώ αποκλειστικά για μένα το φορτίο μου και την ευθύνη του έγινε δεύτερη φύση μου. Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι, λένε οι παλιοί.
Νιώθω την ουροδόχο κύστη μου να με πιέζει λιγάκι και τώρα, αλλά στην προοπτική να πάω στην τουαλέτα με τη μισάνοιχτη πόρτα αποθαρρύνομαι και αποφασίζω να «κρατηθώ». Βλέπω να πλησιάζουν δυο γυναίκες, μάνα και κόρη. Η κόρη γύρω στα είκοσι σαν χαμένη, η μάνα γύρω στα πενήντα βλοσυρή.
«Μαμά, πού με πας;» φωνάζει η κόρη και κοντοστέκεται δυο βήματα από μένα.
«Νοσοκόμα δεν θες, σε νοσοκόμα σε πάω! Έλα, πάμε!» την τραβάει από το μανίκι. Η κόρη αντιστέκεται, κοιτάζει τριγύρω ψάχνοντας τρόπο διαφυγής, σαν τρομαγμένο ζώο. Την κοιτάζω με συμπόνια, υποθέτω ότι είναι ασθενής σε κρίση. Η μάνα της έχει χαθεί από το οπτικό μου πεδίο. Επιστρέφει.
«Μαμά, τι είναι εδώ; Πού με πας;» αγριεύει η κόρη όταν τη βλέπει.
«Βλέπεις; Εδώ θα σε βάλω, εάν συνεχίσεις να φωνάζεις!» την απειλεί η μάνα της και κατόπιν την πιάνει από το μπράτσο και τη γυρίζει για να φύγουν. Πίσω τους τρέχει η Αφροδίτη.
«Κοπελιά, τι έχεις; Πώς σε λένε;» ρωτάει την κόρη.
«Δεν με λένε!» απαντά εκείνη, της γυρίζει την πλάτη και τραβάει τη μάνα της να φύγουν.
«Δεν σε λένε, σε λένε; Πώς τη λένε;» ρωτάει τώρα τη μάνα.
«Άσε πως τη λένε!» απαντά εκείνη, μου ρίχνει μια ματιά και μετά το βάζει στα πόδια. Η κόρη της τη χτυπά για το χουνέρι που της έκανε και η Αφροδίτη της φωνάζει:
«Τι κάνεις εκεί; Όχι τη μανούλα! Δεν χτυπάμε τη μανούλα!» με κοιτάζει απορημένα. Τι να της εξηγήσω; Ζώα, σκέφτομαι. Πόσο ζώα!
«Έχεις αναπτήρα;» με ρωτάει.
«Δεν καπνίζω»
«Την καλύτερη δουλειά κάνεις που δεν καπνίζεις! Πώς σε λένε;»
«Αναστασία»
«Χαίρω πολύ! Αφροδίτη» μου δίνει το χέρι της, της δίνω το δικό μου. Είναι η δεύτερη φορά που συστηνόμαστε σε διάστημα λίγων ημερών, αλλά προφανώς της διαφεύγει.
«Τι κάνεις εδώ;»
«Περιμένω κάποιον»
«Εγώ έχω κατάθλιψη, βλέπεις πέθανε ένας θείος μου αυτή τη βδομάδα και το πήρα βαριά. Οι γιατροί μου λένε να φύγω την Παρασκευή, αλλά εγώ λέω να μείνω μέχρι την Τρίτη να νιώσω καλύτερα»
«Έτσι να κάνεις». Είναι δεν είναι είκοσι πέντε, μικροκαμωμένη, τα δόντια της χαλασμένα. Αν την έβλεπα στο δρόμο, θα στοιχημάτιζα ότι είναι πρεζάκι. Την κοιτάζω κατάματα. Έχει πολύ όμορφα μάτια. Φεύγει δίχως να πει άλλη λέξη. Βλέπω το Φώτη με το βοηθό του να τρέχουν προς το μέρος μου αλαφιασμένοι.
«Σε έκανα να περιμένεις, συγνώμη! Τι πρόβλημα έχουμε;»
Τινάζομαι όρθια κι αρχίζω να του εξηγώ. 

(Α.Τ.)

---

Σχόλια

  1. Άλλοι θα έπρεπε να είναι μέσα κι άλλοι έξω μου φαίνεται ώρες-ώρες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Υπήρξε πολύτιμη αυτή η εμπειρία ομολογώ... Γράψε μου νέα σας... :))

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου