Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Άγνωστος Α [Μικρή Ιστορία]



---
Όσο κι αν προσπάθησα χθες και σήμερα – και προσπάθησα ώρα πολλή, λόγω τιμής- δεν κατάφερα να θυμηθώ το όνομά του. Θέλω, όμως, να σας αφηγηθώ τη συνάντησή μας πριν αρκετά χρόνια, οπότε σκέφτομαι να τον λέω Άγνωστο Α. Ο Άγνωστος Α, λοιπόν, ήταν συνάδελφος σπουδαστής στο ΤΕΙ, μικρότερός μου, καθώς εγώ είχα διακόψει τις σπουδές μου για δυο χρόνια και τον γνώρισα όταν τις συνέχισα. Συγκαταλεγόταν στους αδύναμους παύλα αδιάφορους σπουδαστές και αν, βάσει αυτής της πληροφορίας, φαντάζεστε ότι ήταν «ήσυχος» και «διακριτικός», σας βεβαιώνω ότι συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Ξανθόψειρας (ο όρος που χρησιμοποιώ για τους ομορφούληδες πλην αντιπαθητικούς ξανθούς άντρες), αλάνι και ενοχλητικός τόσο προς τους καθηγητές, όσο και τους συναδέλφους του. Είχα κι εγώ τα δικά μου προβλήματα τότε και δύσκολα μπορούσα να ανεχτώ τις «εξυπνάδες» και την γκρίνια του και συχνά έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται «εντάξει, ρε μαλάκα, στρώσε κώλο να διαβάσεις και ξεφορτώσου μας με κείνο και με τ’ άλλο που σε ζορίζει!». Ίσως και να του το είχα δείξει ή και πει, δεν θυμάμαι, ούτε το αποκλείω. Ήταν ο τύπος της ελάχιστης προσπάθειας, που όμως απαιτούσε να του αναγνωρίζεται, λες κι αυτή η ελάχιστη προσπάθεια ήταν ό, τι καλύτερο μπορούσε να πετύχει. Κανονικό φόρτωμα, σας λέω.  Θυμάμαι, κάποια στιγμή μου ζήτησε να τον βοηθήσω στο εργαστήριο των εργαλειομηχανών. Όχι κάτι φοβερό, ούτε καν πάνω στη χρήση της  εφαρμογής για τον προγραμματισμό των εργαλειομηχανών, νομίζω κάτι απλούστερο, που αφορούσε σε επεξεργαστή κειμένου, γράφαμε τις αναφορές μας για κάποια εργασία. Μου το ζήτησε αγενώς και απαιτητικά «δείξε μου αυτό». Δεν κατάφερα να κρύψω την απροθυμία μου να του δείξω, ανταποδίδοντάς του την αγένεια.. Τον είδα που τον πείραξε, ίσως είχε ντραπεί που δεν γνώριζε, άρχισα να του εξηγώ. Δεν το έπιασε με την πρώτη και άρχισα να του το λέω διαφορετικά, αυτή τη φορά με ειλικρινές ενδιαφέρον από την πλευρά μου να τον βοηθήσω. Δεν το κατάλαβε και πάλι. Με είδε που πιεζόμουν κι εγώ χρονικά και ενώ προσφέρθηκα να του το ξαναπώ με έκοψε «Άστο!». Ναι, ένα ξερό «άστο!», ούτε ευχαριστώ για το χρόνο σου, ούτε τίποτα. Κατά βάθος δεν με πείραξε ο τρόπος του, αλλά το γεγονός ότι παρότι ξόδεψα χρόνο για χάρη του, δεν κατάφερα να τον βοηθήσω κι εκείνο το «άστο!» ήταν μια επιβράβευση από την ανάποδη, κάτι σαν το χρυσό βατόμουρο στον αντίποδα των όσκαρ.. Τέλος πάντων, αυτή ήταν και η πιο στενή επαφή που είχαμε ποτέ. Μου είχε κάνει ωστόσο εντύπωση που ο καθηγητής του μαθήματος τον αντιμετώπιζε με ενδιαφέρον και τον βοηθούσε όσο μπορούσε περισσότερο, αγνοώντας τον κωλοπαιδαρισμό του, παρότι είχε τη φήμη του αυστηρού. Εκ των υστέρων, χαίρομαι που τον αντιμετώπιζε έτσι τότε και υποθέτω ότι ίσως είχε την απαιτούμενη ωριμότητα ή την διδακτική εμπειρία ή τη στοιχειώδη ανθρωπιά και μπόρεσε και διέκρινε τους λόγους που έκαναν τον Άγνωστο Α να έχει αυτή τη συμπεριφορά, ίσως πάλι να είχε απλώς την κατάλληλη πληροφόρηση. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ενοχλητικός γινόταν μέσα στην τάξη, εκτός μαθημάτων γινόταν αόρατος. Δεν τον θυμάμαι να προσεγγίζει κανέναν, δεν τον θυμάμαι να φέρεται  έτσι ή αλλιώς, απλά δεν υπήρχε. Τότε, δεν θα μου είχε κάνει εντύπωση αυτό, αλλιώς θα το έψαχνα περισσότερο, τέτοια είμαι, ενδιαφέρομαι για τα παιδιά που «δεν γεννιούνται κανονικά, δεν μεγαλώνουν κανονικά» που λέει και ο ποιητής, όμως εκείνη την περίοδο της ζωής μου, τραβούσα χοντρό κουπί και ο καλός μου εαυτός κάπου είχε κουρνιάσει. Πέρασε ο καιρός, στα τελειώματα εγώ, σε μεσαία εξάμηνα της σχολής εκείνος, οι δρόμοι μας χώρισαν. Η τελευταία ανάμνηση που έχω από εκείνον ήταν αρκετούς μήνες αργότερα. Ανέμελη ίσως και βαριεστημένη περπατούσα στον προαύλιο χώρο και πλησιάζοντας το κτίριο της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών τον «συνάντησα». Ξανθόψειρας, αλάνι, ενοχλητικός όπως πάντα. Όχι ο ίδιος δηλαδή, η φωτογραφία του στο αγγελτήριο του τεσσαρακονθήμερου μνημόσυνου. Έμεινα στήλη άλατος να κοιτάζω το χαρτί πάνω στη τζαμαρία της εισόδου. Αδυνατούσα να καταλάβω. Με βρήκε εκεί ένας συνάδελφος. «Δεν το έμαθες; Έπεσε από το μπαλκόνι του σπιτιού του στην Αθήνα, Λένε ότι μάλλον φούνταρε». Έγινα ράκος. Ήταν ο δεύτερος συνάδελφος που είχε αφαιρέσει ο ίδιος τη ζωή του. Γιατί; Πέρασα στο εσωτερικό του κτιρίου έχοντας ξεχάσει πού ήθελα να πάω. Κοντοστάθηκα. Ξαφνικά, κάθε του λέξη ή συμπεριφορά που είχε αποτυπωθεί στη μνήμη μου, έπαιρνε άλλη διάσταση, ερμηνευόταν κάτω από μια διαφορετική οπτική. Έσπασε το προσωπείο του τεμπελάκου, του τσόγλανου, του «δεν μου γαμιέστε κι εσείς!» και μου φανερώθηκε μια άλλη του όψη: ο περισσότερο από το κανονικό ευαίσθητος άνθρωπος, που περιδιάβαινε ανάμεσά μας τη μοναξιά του, το προσωπικό του αδιέξοδο, την πονεμένη του ύπαρξη καλυμμένα με τη συμπεριφορά του απροσάρμοστου, του ενοχλητικού, του αποτυχημένου. Που δεν μπόρεσα να δω στα μάτια του, που τόσο σκληρά με κοιτούσαν όταν μου έλεγε «άστο!», την απεγνωσμένη προσπάθεια να κερδίσει το ενδιαφέρον μου ίσως και τη φιλία μου, εξηγείται κάπως, αλλά δεν έχει καμία αξία αυτή η εξήγηση ούτε για μένα, ούτε για εκείνον τώρα πια. Εδώ κάπου τελειώνει η αφήγησή μου. Το ξέρω η  ιστορία μου είναι λειψή κι έχει και λυπημένο τέλος, μα ούτε που με νοιάζει αν τη βρίσκετε του γούστου σας. Είναι απλώς  μια σύντομη ιστορία για  τον Άγνωστο Α, άγνωστος γιατί ποτέ δεν τον γνώρισα και Α, όπως λέμε αυτόχειρας, γιατί ποτέ δεν νοιάστηκα να τον γνωρίσω. 

ΤΕΛΟΣ

(A.T.)
---

Σχόλια

  1. Πολλές φορές σκέφτομαι κι εγώ πόσοι άνθρωποι ξεγλίστρησαν από δίπλα μου και χάθηκαν γιατί δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Ο δικός μου μπήκε φυλακή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι
    μέσα από τα δάχτυλά μου
    χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.
    Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
    Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,
    δεν έχω άλλη συντροφιά.
    Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια
    που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
    και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.

    Γιώργου Σεφέρη, Συλλογή "Μυθιστόρημα"

    Καλημέρα, Δημήτρη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου