Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Στο ψυγείο τυρί για τρίψιμο. [Ημερολόγιο]


---



Η μέρα στη δουλειά ήταν από εκείνες τις γκαντέμικες, που μόνο με πολλή ψυχραιμία και θετική σκέψη παλεύεται η κατάσταση, αλλιώς κινδυνεύεις να πάθεις από κρίση πανικού μέχρι εγκεφαλικό. Η χειμωνιάτικη μουντάδα και το ψιλόβροχο την έκαναν ακόμη χειρότερη. Το ίδιο και το  κρύο τόσο έξω, όσο και μέσα στο γραφείο, αλλά (εργατο)μέρα ήταν και πέρασε.  Στο δρόμο για το σπίτι έκανα μια στάση στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς. Σκόπευα να αγοράσω κροκέτες για το γατούλη. Αφού ξεπέρασα το αρχικό σοκ των εμφανώς άδειων ραφιών, κατευθύνθηκα στο ράφι με τις τροφές για τα κατοικίδια, όπου διαπίστωσα ότι ήταν επίσης άδειο. Μα τι στο καλό; Θα κλείσει; αναρωτήθηκα κι έκανα  μεταβολή για την έξοδο.
Φτάνοντας σπίτι, ο γατούλης, όπως καθημερινά κι απαράλλακτα συνηθίζει, έσπευσε να με προϋπαντήσει. Με το που "έσκασα μύτη" από το αυτοκίνητο άρχισε το επίμονο νιαούρισμα που σημαίνει «Πεινάω!»,  αλλά μια και δεν είχα τροφή για εκείνον, κώφευσα και μπήκα στο σπίτι κλείνοντάς του την πόρτα κατάμουτρα. 
«Μο, σε μια ωρίτσα από τώρα, υπομονή!» καθησύχασα περισσότερο τη συνείδησή μου, παρά το γάτο.
Έβγαλα παπούτσια, έπλυνα χέρια κι έσπευσα στην κουζίνα για να δω τι φαγητό είχε μαγειρέψει η μάνα μου. Πάνω στο τάπερ ένα σημείωμα, που έγραφε "ΤΥΡΙ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ ΓΙΑ ΤΡΙΨΙΜΟ". Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν του πατέρα μου.  Οι λέξεις ήταν γραμμένες η μία κάτω από την άλλη και καταλάμβαναν ολόκληρη τη σελίδα του ενός μικρού σημειωματάριου. Σ’ αυτό σημειώνω τα ψώνια της βδομάδας, όχι πως τα κάνω κιόλας,  αλλά η οργάνωση  παραμένει και στον καιρό της κρίσης! Απέθεσα το σημείωμα στον πάγκο κι άνοιξα το τάπερ. Μακαρόνια με κιμά! μου έτρεξαν τα σάλια. Καταπιέστηκα πολύ για να πάω να αλλάξω πριν πέσω στο φαΐ με τα μούτρα κι εννοείται πως δεν παρέλειψα να τρίψω τυρί.
Μια ώρα αργότερα, η κόρη μου γκρίνιαζε όταν της ανακοίνωσα ότι θα κάναμε μια μικρή παράκαμψη στη διαδρομή για ψώνια. Θεωρώ δικαιολογημένα μια και πεινούσε πολύ στα όρια της λιμοκτονίας. Στην πραγματικότητα, είχε προηγηθεί άλλη μια στάση στο πλησιέστερο βενζινάδικο.
«Ένα ευρώ κι εξακόσια ογδόντα οκτώ λεπτά το λίτρο; Τι κλέφτης! Από την άλλη έξοδο της πόλης είδα τιμή ένα ευρώ και εξακόσια πενήντα εννέα!» μουρμούριζα στην κόρη μου.
«Πόσο βάζω;»
«Είκοσι ευρώ.» πάσχισα να είμαι ευχάριστη.
«Μήπως θέλετε να σας βάλω V Power; Είναι σε προσφορά σήμερα!»
«Όχι, ευχαριστώ» χαμογέλασα βεβιασμένα στην υπάλληλο κι εξακολούθησα να μουρμουράω στην κόρη μου.
«Εμ βέβαια, μας πιάνουν τον κώλο στην απλή μπας και αγοράσουμε την άλλη. Α σιχτίρ! Συγχύστηκα πάλι…»
 Στο σούπερ μάρκετ κάναμε τα ψώνια μας μέσα σε πέντε λεπτά. Πήραμε  φρούτα, αυγά, κορν φλέηκς και γατοκροκέτα και πολύ "χαρήκαμε" που τα ψώνια της βδομάδας μας δεν ξεπερνούσαν το δυσθεώρητο ποσό των δέκα ευρώ, που ήταν και ο στόχος μας μια και ήταν όλα κι όλα τα λεφτά μας.
«Τα εντελώς απαραίτητα, μωρέ και βλέπουμε…»
«Ε, ναι, μωρέ… βλέπουμε…»
 Ταΐσαμε τον Μο και μπήκαμε σπίτι. Η μικρή ίσια στην κουζίνα, εγώ στο δωμάτιό μου για ν' αλλάξω.
«Μμμμ! Μακαρόνια με κιμά!»
«Έχει και τυρί για τρίψιμο.»
Έχοντας αλλάξει πια, κατέβηκα στην κουζίνα να φτιάξω ένα ρόφημα. Η κόρη μου πρόσεξε τότε το σημείωμα του παππού της.
«Πώς το ΄παθε ο παππούς κι έγραψε σωστά το ψυγείο;» απόρησε. Πήγα κοντά για να δω καλύτερα.
«Το ‘τρίψιμο’  έτσι γράφεται;» με ρώτησε κάπως αβέβαιη. Ήμουν έτοιμη να την ξεχέσω την υποψήφια των πανελληνίων στη θεωρητική κατεύθυνση, αλλά το ανέβαλα επ’ αόριστον, όταν διαπίστωσα κι εγώ το απίστευτο κι όμως αληθινό: το σημείωμα του πατέρα μου, που είναι γνωστός και περήφανος για τη μειονεξία του ανορθόγραφος, δεν είχε ούτε ένα ορθογραφικό λάθος! 
«Είμαι ικανός σε πέντε αράδες όπου θα επαναλαμβάνεται π.χ. το "είμαι" τρεις φορές να το γράψω κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο!»
«Παλιοστούρνε…» τον πειράζω, κάθε που γίνεται κουβέντα γι’ αυτό.
«Στούρνος ήμουν, κακά τα ψέματα…»
»Αλλά για να πούμε και του στραβού το δίκιο, στα χρόνια μου γράμματα μάθαιναν μόνο τα παιδιά του δασκάλου, του προέδρου, του παππά, του χωροφύλακα και όσων είχαν παρά. Οι υπόλοιποι για δουλειά στο χωράφι από νωρίς, σχεδόν αξημέρωτα μέχρι και αργά το μεσημέρι. Μετά τρώγαμε ξυδοπάπαρο- ξέρεις τί είναι;-  για μεσημεριανό και βραδινό και ίσια στο σχολειό, αδιάβαστοι εννοείται. Κατάκοποι και πεινασμένοι όπως ήμασταν- τί να μας κάνει το ψωμί στο ξύδι;- συχνά μας έπαιρνε ο ύπνος στο θρανίο. Αν μας έπαιρνε χαμπάρι ο δάσκαλος, τις "τρώγαμε" κι από πάνω! Τί τα θες, τι τα γυρεύεις;» θυμόταν εκείνος πάντα με κάποια πικρία.
«Μαμά, αυτό το σημείωμα έχει ιστορική αξία, θα το κρατήσω!» δήλωσε η μικρή.
«Κράτα το!» συμφώνησα μαζί της. Λίγο αργότερα της πήγα τσάι στο δωμάτιο. Τη βρήκα να κατασκευάζει κάτι.
«Τι φτιάχνεις;»
«Θα το βάλω στον τοίχο!» είπε δείχνοντας το σημείωμα και γέλασε. Γέλασα κι εγώ. 
Έφτιαχνε ένα χαρτονένιο καδράκι. Είχε διπλώσει ένα γκρι χαρτί στη μέση, σαν ευχετήρια κάρτα. Στη μέσα πλευρά της κάρτας, κόλλησε το σημείωμα κι από κάτω έγραψε: "το μοναδικό μη ανορθόγραφο σημείωμα του παππού, 27/11/2012". Μετά, αφαίρεσε από την μπροστινή πλευρά της κάρτας, ένα ορθογώνιο και δημιούργησε έτσι ένα πλαίσιο τέτοιο που κλείνοντας η κάρτα πλαισίωνε πολύ όμορφα το σημείωμα. Τέλος, κόλλησε το ένα μισό πάνω στο άλλο και στερέωσε το καδράκι στον τοίχο, κάτω από τις αφίσες του Cobain, τα εισιτήρια των Scorpions, Deep Purple, Sepultura, Septic Flesh, Παύλου Παυλίδη και το αυτοκόλλητο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εκείνο με το κορίτσι που σπάει τις αλυσίδες της. Μου φάνηκε πως του βρήκε μια ιδιαίτερη θέση, όπως ιδιαίτερη θέση έχει στην καρδιά της και ο παππούς της. Με συγκίνησε πάλι η "σκατούλα".
«Τι κάνεις;» ρώτησα τον πατέρα μου στο τηλέφωνο.
«Λέω να περάσω λίγο από 'κει» απάντησε εκείνος. Μέχρι να έρθει ανέβασα ξύλα, καθάρισα κι άναψα το τζάκι. Κάθισε πλάι του για να ζεσταθεί.
«Σας έφερα λίγα κάστανα, που είχαν ξεμείνει. Τα τελευταία της καστανιάς.»
«Ωραία, ευχαριστούμε! Είσαι καλά;»
«Αν εξαιρέσεις τις αφραγκίες, ναι.»
«Δεν νιώθεις άρρωστος τίποτα;»
«Όχι, μια χαρά είμαι! Συμβαίνει κάτι;»
«Τίποτα… Σε ωφέλησαν τα σταυρόλεξα τελικά.»
«Πώς;»
«Γιατί δεν πας στο δωμάτιο της μικρής να δεις;»
«Τι να δω;»
«Δεν σου λέω. Πήγαινε!»
Τα γέλια παππού κι εγγονής ακουστήκανε σ' ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο. Να, μια ωραία στιγμή μιας κατά τα λοιπά άχαρης μέρας!
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, αυτή ήταν η δεύτερη ωραία στιγμή της μέρας που πέρασε. Η πρώτη ήταν στο δρόμο για την εφορεία, όταν αναπάντεχα συνάντησα  ένα μαύρο σκιουράκι. Καθώς το πλησίαζα, "κρύφτηκε" πίσω από ένα θάμνο με τη φουντωτή του ουρά να προεξέχει πολύ χαριτωμένα. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, για να αφουγκραστεί πόσο κοντά ήμουν. Ύστερα,  ελάχιστα  πριν το προσπεράσω,  έδωσε ένα πήδο και σκαρφάλωσε γρήγορα- γρήγορα σε ένα δέντρο, ούτε ένα μέτρο από το πεζοδρόμιο. Δεν το πλησίασα περισσότερο, όχι από φόβο μην το τρομάξω, αλλά γιατί δεν είχα χρόνο. Λες και τα σκιουράκια "κόβουν βόλτες" μες στην πόλη κάθε τρεις και λίγο, του έριξα μετά βίας δυο ματιές κι εξακολούθησα το δρόμο μου με σπουδή, μη τυχόν δεν πρόφταινα την υπηρεσία και δεν γινόταν η δουλειά. Τέτοια είμαι… 
Αυτά τα νέα, λοιπόν... Πολύ τη χάρηκα την παρέα σου, να τα λέμε συχνότερα. Πάω να δω αν έμεινε καθόλου τυρί στο ψυγείο... Καλό ξημέρωμα!

(A.T.)
---

Σχόλια

  1. Πω ρε συ, μακαρόνια με κιμά! Μου τα φτιάχνει η μάνα μου όταν πάμε επίσκεψη, αραιά πλέον. Και κοκκινιστό με ρυζάκι!

    Και το σκιουράκι, ωραίο διάλειμμα από την καθημερινότητα κι ας μην το χάζεψες όσο θα ήθελες. Τουλάχιστον το πρόσεξες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εντάξει, με σκοτώνεις. Μοσχαράκι κοκκινιστό με ρύζι και πατάτες τηγανητές: το αγαπημένο μου Κυριακάτικο γεύμα! Ναι, έχεις δίκιο, Δημήτρη... τουλάχιστον το πρόσεξα! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου