Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η φίλη μου η Σοφία [Αφήγημα]






---


Δεν θυμάμαι πως προέκυψε η εκμυστήρευση, όσο κι αν προσπαθώ. Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε. Θυμάμαι, όμως, πόσο άδειασα. Πόσο προδομένη αισθάνθηκα και πόσο μάταιος μου φάνηκε ο χρόνος που είχα περάσει μαζί της.
«Η αλήθεια είναι ότι άρχισα να σε κάνω παρέα επειδή είσαι άριστη μαθήτρια»
είπε και δεν ξέρω ακόμη να πω, αν ζητούσε να τη συγχωρήσω για κάτι, που η ίδια θεωρούσε κακό. Νομίζω πως ναι. Δεν είναι κακό η συναναστροφή με κάποιον να έχει ως ελατήριο το γεγονός ότι τον θεωρείς καλύτερο από σένα και επομένως προσδοκάς ότι θα επωφεληθείς από εκείνον, θα γίνεις με κάποιο τρόπο καλύτερος από ό, τι είσαι. Καθόλου κακό. Αντιθέτως, χαρακτηρίζει ο τρόπος αυτός επιλογής της συντροφιάς τους έξυπνους ανθρώπους, αυτούς που προοδεύουν στη ζωή. Δεν με πείραξε, λοιπόν, ότι η καλύτερή μου φίλη με είχε επιλέξει γιατί ήθελε να επωφεληθεί από την παρέα μου. Άλλο ήταν αυτό που με συγκλόνισε και με άφησε εμβρόντητη να κοιτάζω την καλοκαιρινή κίνηση του δρόμου από το ισόγειο μπαλκόνι του σπιτιού της μη βρίσκοντας τι να της απαντήσω.
Αυτό που, μάλλον, με συντάραξε τότε ήταν η διαπίστωσή μου ότι ήμουν αφελής να νομίζω ότι οι άνθρωποι κάνουν παρέα με άλλους ανθρώπους για να περνάνε καλά. Εγώ συνήθιζα- και ακόμη συνηθίζω- να κάνω παρέα με ανθρώπους με τους οποίους περνάω καλά. Τίποτα περισσότερο από αυτό και τίποτα λιγότερο. Κάνω παρέα διάφορους ανθρώπους, με τους οποίους δεν επικοινωνώ τα ίδια πράγματα και στον ίδιο βαθμό, αλλά πάντα με ευχαριστεί η συντροφιά τους. Ακόμη και αν με κράζουν. Ακόμη και αν με θυμώνουν. Παύω να τους κάνω παρέα, όταν διαπιστώνω ότι παύουν να προαιρούνται θετικά απέναντί μου ή ότι η συντροφιά τους μου προξενεί αρνητικά αισθήματα.
Τέλος πάντων, δεν μιλάμε για μένα τώρα, αλλά για εκείνη. Τη Σοφία, την κολλητή μου στο σχολείο, την περίοδο της εφηβείας. Πρέπει να ήταν το καλοκαίρι πριν την Τρίτη λυκείου, που με τη φράση της εκείνη σφραγίστηκε το τέλος της αθωότητάς μου. Οι άνθρωποι έχουν κίνητρα και επιδιώξεις, έμαθα τότε, αλλά στη ζωή μου αποδείχτηκα κακή μαθήτρια. Δεν τα έπιανα με την πρώτη. Επαναλάμβανα τα λάθη μου αμετανόητα ρομαντική και πιστή στα όνειρα και τις πεποιθήσεις της χαμένης πια νιότης μου.
Η φιλία μου απέναντί της από τότε άλλαξε. Δεν την έβλεπα με τα ίδια μάτια. Άρχισα να υποκρίνομαι. Έμαθα να παίρνω από εκείνη όσα είχα ανάγκη, κάτι είχα διδαχτεί κι εγώ τελικά. Αν το ήξερε, ίσως να ένιωθε λιγότερο κατώτερή μου και ίσως και να ήταν ικανή να γίνει μια καλή φίλη. Δεν διέθετα τότε τη σοφία της εμπειρίας που διαθέτω τώρα και θα ήταν αφύσικο να μπορώ να χειριστώ με τη δέουσα μαεστρία τη φιλία μου με εκείνη. Μικρό παιδί ήμουν κι εγώ, παρότι άριστη μαθήτρια στο σχολείο! Εξακολούθησα, λοιπόν,  να την κάνω παρέα, θες από συνήθεια, θες από βόλεμα, δεν ξέρω. Έλεγα τελευταία χρονιά στο σχολείο, με τόση πίεση με τα μαθήματα, δεν χρειάζεται να έχω κι άλλες έννοιες. Και πηγαίναμε μαζί στο σχολείο, μαζί στο φροντιστήριο, μαζί συμπληρώσαμε το μηχανογραφικό.
Εφιαλτική χρονιά εκείνη της τρίτης λυκείου. Είμαι πεπεισμένη ότι, εάν είχα εξεταστεί από ειδικό γιατρό, θα μου είχε διαγνωστεί κόπωση τουλάχιστον ή αγχώδης διαταραχή, εάν όχι και καταθλιπτικό επεισόδιο. Όλα καλά έβαιναν καλώς μέχρι και το πρώτο τρίμηνο. “Τραβούσα” η άριστη μαθήτρια αγόγγυστα: σχολείο, φροντιστήριο, ξενύχτι για διάβασμα. Μέχρι που ένα πρωί ένιωσα την απόλυτη κούραση: δεν είχα όρεξη να πάω σχολείο, δεν είχα όρεξη να πάω φροντιστήριο, διάβαζα ώρες, χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω μια λέξη.
Οι μόνες ώρες που πραγματικά απολάμβανα ήταν οι ώρες του φροντιστηρίου της έκθεσης με το Λάκη, ο οποίος είχε διαβάσει μόνο μία έκθεσή μου, αφού ολόκληρη χρονιά μόνο μία είχα γράψει, στην οποία έσπευσε να παρατηρήσει ότι «καλό είναι να αποφεύγουμε να λογοτεχνίζουμε στην έκθεση, παρά μόνο να γράφουμε απλά και κατανοητά την τεκμηρίωση της θέσης μας». Παρότι δεν αξιώθηκα να του ξαναγράψω έκθεση, στο μάθημα πήγαινα  σταθερά και αδιάλειπτα και συνήθιζα να παρεκτρέπω τη συζήτηση από τα της έκθεσης σε αφηγήσεις του από τα χρόνια των σπουδών του ή στο σχολιασμό της επικαιρότητας. Μου άρεσε να μονοπωλώ το ενδιαφέρον του στη συζήτηση και αισθανόμουν ιδιαίτερα κολακευμένη που το πετύχαινα. Εκείνος, ωστόσο, έβρισκε τον τρόπο να γεμίζει τα τετράδια και τα κεφάλια μας με αυτά που είχε σκοπό να μας μάθει και στο τέλος, διαβάζοντας τις σημειώσεις του αποσπασματικά- τύπου μόνο τα “SOS” θέματα-  κατάφερα να γράψω δεκαεφτά στις πανελλήνιες. Ο μόνος αντάξιός των επιδόσεών μου ως μαθήτριας βαθμός, οι άλλοι ήταν κοντά στη βάση, απαράδεκτοι για την υποτιθέμενη κλάση μου.
Και πώς να μην είναι; Δεν κατάφερα ποτέ να ξεπεράσω την κούραση σωματική και ψυχική που με κατέβαλε λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Πηγαινοερχόμουν στις μαθητικές μου υποχρεώσεις σαν νεκροζώντανη, ίσα για να μην κάθομαι όλη μέρα στο σπίτι, κάτι που πολύ μου άρεσε να κάνω, όταν το μπορούσα, μέχρι εξαντλήσεως δηλαδή των απουσιών μου. Να διαβάζω λογοτεχνία και να ακούω μουσική ήθελα, τίποτε άλλο. Θυμάμαι ότι όταν έγραφα Μαθηματικά, Φυσική και Χημεία το μυαλό μου λειτουργούσε κανονικότατα στην ύλη που είχα διδαχτεί στις δυο πρώτες τάξεις του Λυκείου, αλλά και σε αυτή που είχα διδαχτεί μέχρι τα Χριστούγεννα. Τα θέματα που είχαν ύλη μεταγενέστερη, μου προκάλεσαν τεράστια σύγχυση, παρότι τα πάλεψα στα ίσα.
«Μπαμπά, δεν θέλω να γράψω φέτος εξετάσεις. Δεν είμαι καλά προετοιμασμένη, δεν θα περάσω σε καμιά σχολή» ξεφούρνισα στον πατέρα μου λίγες μόλις μέρες πριν τις πανελλαδικές με κάθε σοβαρότητα, λες και δεν είχε μάτια και δεν έβλεπε.
«Εντάξει, δεν έγινε τίποτα. Θα προετοιμαστείς του χρόνου με την ησυχία σου και θα γράψεις καλά» απάντησε εκείνος παρηγορητικά και με κατανόηση, όπως πάντα στα δύσκολά μου.
    »Δεν θες όμως να πας να γράψεις για την εμπειρία; Να δεις τι διάολο είναι αυτές οι πανελλήνιες; Γιατί να έχεις το φόβο μπροστά στο άγνωστο;» πρότεινε κι εγώ συμφώνησα ότι θα πήγαινα.
Απαλλαγμένη από το άγχος πια και παρότι αδιάβαστη, τις ημέρες που έγραφα υπήρξα υπόδειγμα αυτοπειθαρχίας. Ξυπνούσα δυο ώρες νωρίτερα, έτρωγα ένα πλούσιο πρωινό, που περιλάμβανε γάλα με κακάο, αυγό βραστό, φέτα ψωμί, κίτρινο τυρί και πάστα σοκολατίνα. Πήγαινα με ψυχραιμία επαγγελματία εκτελεστή στο εξεταστικό κέντρο, που τύχαινε να είναι το σχολείο μου, χώρος οικείος και αγαπημένος. Ναι, το αγαπούσα το σχολείο, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Απομακρυνόμουν από όλους όσοι είχαν καταβληθεί από το άγχος, αυτοσυγκεντρωνόμουν στον υπέρτατο βαθμό και έγραφα το εκατό τις εκατό αυτού που είχα κατανοήσει. Κρίμα, που ήταν το ένα τρίτο περίπου της ύλης στην οποία εξεταζόμουν, αλλά έτσι είναι η ζωή. Τουλάχιστον, είχε ξυπνήσει πάλι η αγωνίστρια μέσα μου.
Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που η Σοφία με πήρε τηλέφωνο για να μου πει ότι είχαμε περάσει στην ίδια σχολή, εκείνη από τους πρώτους, εγώ από τους τελευταίους. Πρέπει να αισθάνθηκα πολύ μεγάλος μαλάκας τότε, όχι όμως ότι έφταιγε εκείνη.
«Τι θα κάνεις; Θα πας;» τη ρώτησα.
«Ναι! Θέλει ρώτημα; Εσύ;»
«Δεν ξέρω. Μάλλον θα ξαναδώσω. Θα γραφτώ, όμως.»
Το ίδιο απόγευμα βγήκαμε να γιορτάσουμε την επιτυχία της φίλης μου. Κερνούσε εκείνη. Μπορούσα να δω στα μάτια της τη χαρά της που ήταν διπλή: που είχε περάσει σε σχολή και που είχε περάσει στην ίδια σχολή με μένα και μάλιστα με καλύτερη σειρά.  Δεν ξέρω αν τη λυπήθηκα περισσότερο, από ότι λυπόμουν εμένα, που είχα μείνει αβοήθητη με τα ζόρια μου και είχα πιάσει πάτο.
Στο δρόμο μας συναντήσαμε έναν από τους καθηγητές του φροντιστηρίου μας. Δεν με είχε διδάξει ποτέ, έκανε το μάθημα της έκθεσης. Εκείνη όμως την είχε μαθήτρια για λίγο καιρό, μέχρι που αποφάσισε να ακολουθήσει τα χνάρια μου και στην έκθεση και να έρθει στο μάθημα του Λάκη. Μόλις μας είδε έσπευσε να τη συγχαρεί:
«Μπράβο, Σοφία! Έμαθα τα πήγες περίφημα. Πέρασες σε καλή σχολή.»
«Ευχαριστώ. Ναι, καλά τα πήγα!» του απάντησε εκείνη με γνήσια χαρά.
Τότε, εκείνος στράφηκε σε μένα:
«Εσύ, έμαθα, δεν τα πήγες και τόσο καλά.»
Είμαι βέβαιη, ότι αν δεν είχα προσέξει το σκοτείνιασμα στα μάτια της, θα είχα διπλωθεί στα δύο από τα γέλια για την πατάτα του καθηγητή, αλλά συγκρατήθηκα και του απάντησα ένα ξερό
«Καλή είναι η σχολή»
«Στην ίδια περάσαμε» έσπευσε να διευκρινίσει η Σοφία προς επίρρωση της κρίσης μου.
Κατάλαβε ο άνθρωπος την γκάφα ολκής απέναντί της και έσπευσε να πει αυτό που στην πραγματικότητα είχε πληροφορηθεί από τα κουτσομπολιά των άλλων καθηγητών:
«Σε είχαν για πρωτιά στο πολυτεχνείο…»
«Κι εγώ για πρωτιά με είχα!» του απάντησα χαμογελώντας και ακολούθησα τη φίλη μου, η οποία είχε χάσει ολότελα τη χαρά της και τον αποχαιρετούσε ήδη.
Το διάστημα της μιας βδομάδας, που μεσολάβησε μέχρι την  έναρξη των εγγραφών στη σχολή, ήταν ιδιαίτερα βασανιστικό για μένα. Ζύγιαζα την κατάσταση κι έτσι κι αλλιώς και κατέληξα πως τελικά θα πήγαινα να σπουδάσω. Προφασίστηκα διάφορα θέματα τότε στον εαυτό μου και τους γονείς μου, που με συμβούλευαν να μείνω να ξαναδώσω, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν άντεχα να υποστώ και πάλι την τεράστια πίεση των εξετάσεων.
Μαζέψαμε λοιπόν τα συμπράγκαλά μας και μαζί η μάνα της και ο πατέρας μου κινήσαμε για την Κρήτη. Το βράδυ στο πλοίο ξεκλέψαμε λίγο χρόνο ο πατέρας μου κι εγώ.
«Ένας από τους λόγους που δεν ήθελα να κατέβεις είναι ότι δεν μου αρέσει που θα συγκατοικήσετε με τη Σοφία. Δεν σου αξίζει αυτή η κοπέλα για φίλη και είμαι βέβαιος ότι θα σου δημιουργήσει προβλήματα με τη συμπεριφορά της και τους κοντόφθαλμους γονείς της» διάβαζε το μέλλον εκείνος.
«Είδες παιχνίδια που μας παίζει η τύχη, όταν εμείς δεν πολεμάμε;» του απάντησα με την ωριμότητα εκείνου που ξέρει καλά τους λόγους της ήττας του.
«Να την προσέχεις, κορίτσι μου» περιορίστηκε να πει κι εγώ τον διαβεβαίωσα ότι δεν θα την άφηνα να μου χαλάει τη ζαχαρένια.
Δεν τήρησα το λόγο μου. Μου τη χάλασε τη ζαχαρένια και μια και δυο και τρεις και δεκατρείς. Αναπόφευκτο, καθότι η συγκατοίκηση με έναν άνθρωπο δεν αφήνει περιθώρια να τον βλέπεις κάτω από πέπλα μυστηρίου, είναι υπέρ του δέοντος αποκαλυπτική και ο ταχύτερος δρόμος για να απομυθοποιήσεις κάποιον και να απομυθοποιηθείς ο ίδιος.
Τα κακά προμηνύματα ήρθαν με την ενοικίαση του πρώτου μας σπιτιού. Μια γκαρσονιέρα, με έναν κοινό χώρο διαιρεμένο σε δύο επίπεδα. Είχαμε αργήσει να ψάξουμε και δεν βρίσκαμε κάτι καλύτερο και φθηνό μαζί. Μάλλον τότε δεν ξέραμε πώς να το βρούμε. Τη νοίκιαζε ένας καθηγητής.  Ο προηγούμενος ένοικος ήταν ένας Πακιστανός ή κάτι τέτοιο. Το διαμέρισμα παρότι καινούριας κατασκευής ήταν σε άθλια κατάσταση.
«Μόλις προχθές το άδειασε, δεν πρόλαβα να το βάψω. Σε μια βδομάδα θα είναι έτοιμο.»
«Κοιτάξτε, βιαζόμαστε να μετακομίσουμε. Μας φιλοξενεί μια φίλη και έχουμε γίνει, ήδη, βάρος. Θα το καθαρίσουμε τώρα και το βάφουμε την άνοιξη» του αντιτείναμε και δεν δυσκολευτήκαμε να τον πείσουμε. Και το καθαρίσαμε.
«Λεκάνη ή κουτσουλιές;»
Το σπίτι φιλοξενούσε μαζί με τον προηγούμενο ένοικο και τα πουλιά του. Το κλουβί ή τα κλουβιά ήταν τοποθετημένα στα ντουλάπια της κουζίνας και κουτσουλιές ξεραμένες κάλυπταν σχεδόν το σύνολο της επιφάνειά τους.
«Τίποτα» ήταν η απρόσμενη απάντηση της Σοφίας.
«Δεν φαντάζομαι να περιμένεις να το ξεβρωμίσω μόνη μου;» της απάντησα ρωτώντας και καρφώνοντάς τη με το γνωστό δολοφονικό βλέμμα μου, χάρη στο οποίο πρέπει να έχω κερδίσει επαξίως διάφορα παρατσούκλια του τύπου “στρίγκλα” και δε συμμαζεύεται. Αναδιπλώθηκε:
«Εγώ χέρια στη λεκάνη δεν βάζω!»
«Πολύ ωραία. Θα καθαρίσεις τα ντουλάπια τότε. Όταν τελειώσουμε με αυτά. Θα πέσουμε στα τέσσερα και θα γυαλίσουμε το πάτωμα. Σύμφωνη;» έκανα χωρίς δεύτερη κουβέντα την κατανομή των αγγαρειών. Τα υπόλοιπα μου φαίνονταν παιχνιδάκι.  Ανέκαθεν έκανα δουλειές στο σπίτι μου, με δική μου πρωτοβουλία. Το καθάρισμα του μπάνιου ήταν μια από τις αγαπημένες μου, γιατί έπαιζα και τραγουδούσα στον καθρέφτη. Μεγάλη αγάπη το θέατρο, δεν τόλμησα ποτέ να παίξω. Δεν ήμουν αρκετά ψώνιο ή ήμουν πολύ συνεσταλμένη ή και τα δυο.
Συμφώνησε η φιλενάδα. Αγόρασα δυο «νεκροκεφαλές» τις άδειασα μέσα στη λεκάνη και μετά από καμιά ώρα το πουρί είχε εξαφανιστεί. Όταν λέμε πουρί, δεν θέλετε να φανταστείτε για τι χάλι μιλάμε. Είχε φτάσει στο κάθισμα, ένα τέτοιο πράγμα. Στο μεταξύ με κάργα χλωρίνη έτριψα σχολαστικά νιπτήρα και ντουζιέρα, αλλά και τα πλακάκια στους τοίχους και το δάπεδο. Εκεί που έτριβα την αντιλήφθηκα πίσω μου.
«Πως πάει;» τη ρώτησα
«Πολλή βρωμιά!» απάντησε φανερά λιγόψυχη. «Εσύ εδώ;»
«Είμαι σε καλό δρόμο. Δούλευε. Έχουμε πολλά ακόμη μπροστά μας και σχεδόν μεσημεριάσαμε!»
Ξαναγύρισε στο πόστο της πεισμωμένη, από άγνωστο σε μένα λόγο. Η λεκάνη σε λίγο άστραφτε, το ίδιο και όλο το WC. Χωρίς υπερβολή έγλειφες. Τα είδη υγιεινής ήταν καινούρια και σε εξαιρετική κατάσταση πια.
«Έλα να δεις!»
Κοιτούσε μην πιστεύοντας τα μάτια της.
«Το καθάρισες!»
«Αμφέβαλλες;» άρχισα να γελάω μαζί της.
    »Πάμε να δούμε τι έκανες κι εσύ»
Τα είχε κάνει λαμπίκο, ομολογουμένως.
«Μια χαρά τα πήγες κι εσύ! Να τσιμπήσουμε κάτι και να πιάσουμε πάτωμα;»
«Στα τέσσερα, σοβαρά;»
«Αν δεν πέσουμε στα τέσσερα φιλενάδα, θα μας φάει το μαύρο φίδι» την τρόμαξα σκοπίμως.
Πέσαμε στα τέσσερα και τρίψαμε πλακάκια και αρμούς. Από μαύροι έγιναν μπεζ. Τα υπόλοιπα, παντζούρια, τζάμια ήταν εύκολα.
«Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι δυο δεκαοχτάχρονες θα καθάριζαν έτσι το σπίτι! Η κόρη μου δεν θα τα κατάφερνε ποτέ» μονολογούσε ο σπιτονοικοκύρης φανερά έκπληκτος.
«Ρε, εγώ δεν είχα κάνει ποτέ δουλειές στο σπίτι της μάνας μου. Δεν περίμενα ποτέ ότι ασχολείσαι με τις δουλειές του σπιτιού» ομολόγησε η Σοφία αμέσως μόλις εκείνος έφυγε.
Ορκίζομαι ότι της δημιουργούσε άγχος. Ένιωθε να καταπιέζεται, από την απαίτησή μου να καθαρίζουμε σε εβδομαδιαία βάση το σπίτι. Αυτό δεν ήταν κακό, κακό ήταν που ψωνίζαμε προμήθειες από κοινού και επέμενε να μετράει τις μπουκιές μας: έπρεπε να τρώμε ακριβώς τα μισά.
Ένα απόγευμα είχαν έρθει τέσσερις, πέντε φίλοι μου για καφέ. Όταν έφυγαν διαμαρτυρήθηκε γιατί είχαμε τελειώσει το γάλα. Μου ήρθε κάπως, όλο αυτό. Δεν φανταζόμουν ότι μπορούσε να σκέφτεται τόσο μικροαστικά. Άρχισε η γκρίνια και η φαγωμάρα και η συγκατοίκηση ισορροπούσε σε τεντωμένο σκοινί.
Ευτυχώς, βρήκε γκόμενο. Πρώτη εκείνη, σύντομα κι εγώ. Αυτό θα ήταν πρόβλημα, εάν τα ταίρια μας δεν είχαν το χώρο τους, όπου και καταφεύγαμε. Αυτό την ωφέλησε τη σχέση μας: από μακριά και αγαπημένες ένα πράγμα. Φροντίζαμε για τα του σπιτιού, διαβάζαμε μαζί για τη σχολή, δεχόμασταν και κοινούς φίλους πια. Πορευόμασταν ανεκτά. Μέχρι που χώρισε.
Δεν θυμάμαι πως διάολο είχε γίνει και ούτε θυμάμαι γιατί παρότι χώρισαν το βράδυ τον είχαμε το φίλο της σπίτι μαζί κι έναν ακόμη φίλο και συνάδελφο. Πίναμε τα κρασιά μας, έπεφτε και από καμιά σπόντα και όλα καλά μέχρι που εκείνος πήγε στο μπάνιο, ο άλλος ο απαράδεκτος τον κλείδωσε μέσα για να κάνει πλάκα και ξαφνικά νερά άρχισαν να αναβλύζουν κάτω από την κλειδωμένη πόρτα, το σπίτι πλημμύρισε, το χαλί (υφαντό της μάνας μου) έγινε μούσκεμα και ασήκωτο.
Τα πήρα αγρίως, έριξα χοντρά μπινελίκια, ο υπαίτιος της πλάκας έφυγε σαν τη βρεγμένη γάτα, ο φίλος της φίλης μου, ξενέρωσε όταν κατάλαβε τη μαλακία που είχε κάνει και ζάρωσε σε μια γωνιά παρακολουθώντας μας να συμμαζεύουμε τα χάλια του. Ήταν σε κακή ψυχολογική κατάσταση. Ήταν φανερό.
«Φεύγω» είπε μόλις τελειώσαμε το μάζεμα.
«Κάτσε, θα σε συνοδεύσω εγώ» του είπα, αφού τον είδα που τρέκλιζε. Εκείνη μου έριξε μια δολοφονική ματιά, την οποία αγνόησα εντελώς. Κράτησα το φίλο της και φίλο μου αλά μπρατσέτα και φύγαμε .Το σπίτι του ήταν πολύ κοντά στο δικό μας.
«Συγνώμη, ρε για τη μαλακία μου» είπε μετανιωμένος στο δρόμο.
«Εντάξει, ρε. Μην κολλάς. Ό, τι έγινε, έγινε.»
«Δεν έπρεπε να πιω. Ήμουν στενοχωρημένος και με έπιασε»
«Έγινε κάτι μεταξύ σας;» τότε μόλις κατάλαβα ότι δεν ήταν απλός καυγάς, όπως νόμιζα.
«Της ζήτησα να χωρίσουμε και το πήρε άσχημα»
Στο μεταξύ φτάσαμε στο σπίτι του. Άνοιξε με τα ζόρια, μπήκαμε μέσα.
«Πως είσαι;» τον ρώτησα, θέλοντας να βεβαιωθώ ότι θα ξημερώσει καλά παρά την κακή του κατάσταση.
«Εντάξει, είμαι, μην ανησυχείς. Δεν μεθάω πρώτη φορά!» γέλασε εκείνος, γέλασα κι εγώ.
«Άντε, ξάπλωσε να σε σκεπάσω να φύγω» μου βγήκε μια τρυφερότητα, που τη δικαιολόγησα στον εαυτό μου ως εξιλέωση για τα μπινελίκια που του είχα σύρει νωρίτερα.
«Ρε, Α… Δεν ήθελα να την πληγώσω. Δεν φαντάζεσαι τι μου έχει πει. Δεν φαντάζεσαι»
«Κι ούτε θέλω να μάθω» του ξέκοψα αμέσως.
«Τη νοιάζομαι, αλλά δεν την αντέχω άλλο. Είναι πολύ δύσκολος άνθρωπος. Με πνίγει. Ζηλεύει. Σε ζηλεύει.»
«Άσχετο!» τον ξανάκοψα. Δεν με πείραζε να μου πει ό, τι ήθελε, αλλά δεν θα του επέτρεπα να παρέμβει στη σχέση μου με εκείνη με κανέναν τρόπο.
«Δεν είναι άσχετο. Δεν θέλω να πω κακιά κουβέντα για κείνη, αλλά θέλω να σου εξηγήσω τι περνάω»
«Λέγε»
«Όταν σας γνώρισα, εσύ φαινόσουν απρόσιτη και δύστροπη, εκείνη ήταν πιο πρόσχαρη και καταδεκτική»
«Λάθος εντύπωση, αλλά τη δικαιολογώ. Πάντα φαίνομαι απλησίαστη σε όποιον δεν με έχει γνωρίσει» είπα με βεβαιότητα.
«Ναι, άσχετο αυτό με σένα, αλλά θέλω να πω ότι νιώθω πως γελάστηκα από εκείνη. Παρότι φαινόταν ήπιος χαρακτήρας, αποδείχτηκε το αντίθετο. Δεν παλεύεται. Άσε που ακόμη και στο κρεβάτι νιώθω ότι είμαι με τον πατέρα της»
Δεν κρατήθηκα, γέλασα.
«Είναι κολλημένη μαζί του, αλλά δεν φταίει. Την ελέγχει απόλυτα»
    »Δεν είναι κακιά η Σοφία, Κ... Καταπιεσμένη είναι. Δεν έχει κάνει την επανάστασή της, ακόμα. Απλά, είναι τα πράγματα. Ναι, είναι δύσκολος άνθρωπος, την ξέρω. Αλλά κι εσύ είσαι δύσκολος. Το λέει κι εκείνη, το βλέπω κι εγώ»
«Ναι, είμαι. Αλλά δεν είμαι κακός…»
«Δεν είσαι κακός, ξεκόλλα!»
«Δεν ξέρεις πως με έκανε να νιώσω…»
«Δεν ξέρω και δεν θα μάθω απόψε» του το ξέκοψα τρίτη φορά.
    »Θες να σου φτιάξω έναν καφέ;»
«Όχι»
«Είσαι εντάξει; Στο πλάι να ξαπλώσεις. Γύρνα. Να σου φέρω και μια λεκάνη κοντά;»
«Άσε, θα πάω να ξεράσω στο μπάνιο»
Σηκώθηκε, ξέρασε, γύρισε ξαλαφρωμένος. Τον ξανατακτοποίησα στο κρεβάτι του κι έφυγα.
«Διάλεξες στρατόπεδο» ήταν η υποδοχή της, μόλις άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Είχε το χέρι της δεμένο με γάζα.
«Τι έπαθες;» ρώτησα ανήσυχη.
«Να μην νοιάζεσαι για μένα. Πήγαινε να δεις τι κάνει ο φίλος σου!»
Πήγα στο μπάνιο. Ο καθρέφτης ήταν σπασμένος και γεμάτος αίμα. Ανατρίχιασα. Πως μπορεί να το έκανε αυτό; Τόσο ανεξέλεγκτος θυμός; Δεν “ψάρωσα” όμως. Ήταν φανερή η προσπάθειά της να με χειραγωγήσει. Και αν σιχαινόμουν κάτι στη ζωή μου περισσότερο και από το ψέμα, ήταν οι άνθρωποι που αγωνίζονται να χειραγωγούν τους άλλους.
«Τραγούδα» της απάντησα με προσποιητή ηρεμία, ενώ κατά βάθος ήθελα να της βγάλω τα μαλλιά τρίχα- τρίχα.
«Να φύγεις από το σπίτι» φώναξε ίδιο θεριό.
«Να φύγεις εσύ» της απάντησα με την ίδια προσποιητή ψυχραιμία.
»Εγώ θα ξαπλώσω. Καληνύχτα»
Σβήσαμε το φως. Δεν μίλαγε.
«Α! και αύριο πρωί- πρωί να φροντίσεις για τον καθρέφτη» της έδωσα την χαριστική βολή.
Σε λίγο την άκουσα να κλαίει. Ήμασταν σε καλό δρόμο. Τώρα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και να καταλαβαινόμαστε.
«Ήταν σε μαύρο χάλι και το ξέρεις. Το έκανα από ανθρωπιά και τίποτα παραπάνω»
«Άργησες. Τι σου έλεγε;»
«Τίποτα που να σε αφορά»
«Ψέματα!»
«Μη ρωτάς, Σοφία. Κοιμήσου, θα τα πούμε αύριο»
Παρά τα μούτρα της επόμενης μέρας, νομίζω ότι είχαμε μια από τις λίγες ουσιαστικές κουβέντες μεταξύ μας. Δεν μου έλειψαν ποτέ οι συζητήσεις ουσίας με ανθρώπους που εκτιμώ, πολλές φορές μου προέκυψαν και με ανθρώπους που δεν θα φανταζόμουν ότι θα μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε σε βάθος. Στη δεύτερη περίπτωση, πάντα κατέβαλλα μεγάλη προσπάθεια για να ισοσταθμίσω το έλλειμμα που διαπίστωνα στο συνομιλητή μου, κάτι που πλέον αποφεύγω να κάνω συστηματικά, καθότι είμαι αρκετά γραία για να καταναλώνω πολύτιμη φαιά ουσία. Το κάνω με  χαρά με τους νεώτερους ανθρώπους, όχι όμως με όσους είναι στενόμυαλοι κι είναι προσκολλημένοι στις πεποιθήσεις τους. Προσπάθησα να της εξηγήσω, λοιπόν,  ότι δεν ήρθε το τέλος του κόσμου με έναν χωρισμό, ότι ούτε εκείνη ήταν κακή, ούτε εκείνος, ότι απλά δεν ταίριαζαν και καλύτερα που το αντιλήφθηκαν νωρίς. Νομίζω τα κατάφερα αρκετά καλά και όλως περιέργως αισθανόμουν και η ίδια καλά που της διέθεσα χρόνο, βλέποντάς την  στο τέλος της συζήτησης ανακουφισμένη κι αποφασισμένη να προχωρήσει παρακάτω.
Η ζωή ήρθε να με επιβεβαιώσει πολύ σύντομα σε όλα όσα της είχα πει. Σε λιγότερο από μήνα, γυρνώντας στο σπίτι είδα έναν άλλο φίλο να φεύγει. Μύριζε φλερτ από μακριά. Το κόκκινο τριαντάφυλλο που κρατούσε στα χέρια της ήταν περίτρανη απόδειξη. Ήταν κατενθουσιασμένη, μου αφηγούταν πως την φλέρταρε ο Γ… και έπλεε σε πελάγη ανείπωτης ευτυχίας.  Χαιρόμουν με τη χαρά της.
Έγιναν ζευγάρι και περνούσαν καλά. Συνήθιζαν να μένουν στο δικό μας σπίτι, δεδομένου ότι το σπίτι εκείνου ήταν μακριά από τη σχολή και δεν τη βόλευε τη Σοφία να “τραβιούνται” εκεί. Το ανέχτηκα μην μπορώντας να το εμποδίσω και με τον καιρό το συνήθισα κιόλας να βλέπω το Γ… σχεδόν μόνιμα στο σπίτι. Εκείνο το διάστημα περνούσα σκαμπανεβάσματα στη σχέση μου με το φίλο μου. Σε μια κρίση μεταξύ μας και αναζητώντας επιβεβαίωση προχώρησα σε μια περιστασιακή σχέση με κάποιον άλλο, ο οποίος όμως ερωτεύτηκε σφόδρα κι έστελνε ερωτικά γράμματα σχεδόν καθημερινά. Στο μεταξύ, εγώ τα ξαναβρήκα με τον δικό μου, αλλά τα γράμματα εξακολουθούσαν έστω και αραιότερα να καταφθάνουν στο σπίτι. Φυσικά, ο νέος ένοικος του σπιτιού τα πρόσεξε, η φίλη μου έσπευσε να του εξηγήσει τα καθέκαστα κι ένα βράδυ βρέθηκα να ζω την πιο σουρεαλιστική σκηνή της ζωής μου.
«Σοφία, θα της το πεις εσύ ή εγώ;» ο συγκάτοικος έπαιρνε τα ηνία στα χέρια του.
«Τι έγινε, ρε παιδιά;» ρώτησα κάπως ανήσυχη, χωρίς όμως να μπορώ να φανταστώ τι θα ακολουθούσε.
«Κοίτα, ο Γ… αναφέρεται στα γράμματα»
«Δηλαδή;» ρώτησα έκπληκτη.
«Να,  αισθάνεται υποχρέωση να το αναφέρει στον Α…, μια και έχει καταλάβει περί τίνος πρόκειται» είπε εκείνη κι έριξε χαμηλά τα μάτια της.
«Είστε καλά και οι δυο σας;» αγανάκτησα με την αδιακρισία τους και την παρεμβατικότητά τους στη ζωή μου.
«Κοίτα, Α…, καλώς ή κακώς έχω μάθει για το φλερτ με τον άλλο και όπως εγώ θα ήθελα να πληροφορηθώ την αλήθεια από τον Α…, εάν κάτι υπέπεφτε στην αντίληψή του, έτσι κι εγώ προτίθεμαι να τον πληροφορήσω. Είναι θέμα αντρικής τιμής» ανέλαβε να εξηγήσει ο άντρας της παρέας.
Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Η φίλη μου και ο φίλος της με απειλούσαν σαν να ήταν οι χειρότεροι εχθροί μου. Ούτε καν μπήκαν στον κόπο να σκεφτούν ότι γίνονταν αδιάκριτοι, ότι ίσως χρειαζόμουν χρόνο για να ξεκαθαρίσω τα αισθήματά μου, ότι μου ασκούσαν ψυχολογική βία μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Δεν πίστευα ότι το ζούσα αυτό. Τι μπορούσα να κάνω μπροστά σε τέτοιο παραλογισμό; Εκείνος ήταν αποφασισμένος, εκείνη καμωνόταν την ανήμπορη να τον συγκρατήσει. Κόντεψα να ξεράσω από την αηδία. Γεγονός παρέμενε ότι θα το έλεγα εγώ ή θα το έλεγαν εκείνοι.
Το σκέφτομαι τώρα και νιώθω την ίδια αναγούλα με τότε. Τι να είχα κάνει; Να τους έβριζα; Να τους παρακαλούσα; Είχε παραβιαστεί κατάφωρα το δικαίωμά μου στο απόρρητο της προσωπικής μου ζωής, αλλά δεν ήμουν εγώ εκείνη που τους είχα παραχωρήσει τέτοια εξουσία.  Εκείνοι την πήραν μόνοι τους και την άσκησαν ανηλεώς πάνω μου. Θα ωφελούσε να τους ενισχύσω τη θέση ισχύος ικετεύοντας για χρόνο; Είχα να κάνω με σαδιστές, όχι με ανθρώπους. Δεν υπήρχε διαφυγή από εκεί, τόσο απλά ήταν τα πράγματα.
Το ίδιο βράδυ είπα στον Α... για το “παραστράτημα” και το τελεσίγραφο που είχα λάβει. Το παραστράτημα έκανε πως το δικαιολόγησε μέσα του, κάτι που πολύ με τρόμαξε τότε και που αν είχα εμπειρία σχέσεων έπρεπε να την είχα κάνει με γοργά κι ελαφρά πηδηματάκια. Το άλλο, όμως, του έκατσε στο λαιμό. Είχε τα θέματά του κι εκείνος, τα σκατώσαμε μεταξύ μας, αλλά τον εκβιασμό σε βάρος μου δεν τον ανεχόταν με τίποτα.
«Τι λόγος του πέφτει του μαλάκα τι κάνεις εσύ; Τι σκατογύναικο είναι αυτή η καριόλα η φίλη σου;»
«Είναι απαράδεκτοι, αλλά είναι δικό μου θέμα αυτοί. Μην ασχολείσαι άλλο, σε παρακαλώ»
«Τι να μην ασχολούμαι, ρε Α…; Έτσι είναι οι φίλοι; Φίδια έχεις στον κόρφο σου»
«Το ξέρω, μην ασχολείσαι, όμως»
«Θα του χώσω καμιά κουτουλιά του μαλάκα, που ανακατεύεται εκεί που δεν τον σπέρνουν. Το παίζει φίλος μου;»
«Άσε τους, λέω. Με μας τι γίνεται; Σκατά τα κάναμε…»
«Σε ενδιαφέρει ο άλλος;»
«Όχι ερωτικά»
«Σε ενδιαφέρει πως;»
«Ως άνθρωπος»
«Θα συνεχίσεις να αλληλογραφείς;»
Σιωπή.
«Όχι»
«Κοιμήσου και κανόνισε να φύγεις από εκεί το συντομότερο» είπε φανερά στενοχωρημένος κι έπεσε να ξαπλώσει.
Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ εκείνο το βράδυ. Ένιωθα να πονάω ολόκληρη. Από το κεφάλι ως τις πατούσες. Και ήταν ένας πόνος που από τη μια σε κάνει δυνατό, από την άλλη διεισδύει ύπουλα στην ψυχή σου και τη λερώνει με μίσος. Απύθμενο μίσος, σκέτο δηλητήριο. Το να αλλάξω σπίτι ήταν μόνο μια κουβέντα. Τα οικονομικά μου ήταν χάλια. Δεν ήξερα τι μπορούσα να κάνω. Αραίωσα τις επισκέψεις στο σπίτι μου, που κατά τα λοιπά πλήρωνα κανονικά. Όταν επιχείρησαν να με ρωτήσουν ξανά για το θέμα τους αγρίεψα  να κοιτάζουν τη δουλειά τους. Η ζημιά είχε γίνει, δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι χειρότερο πια, όσο και να το ήθελαν.
Μια μέρα μετά από λίγο καιρό ήρθε η φιλενάδα μου και με βρήκε.
«Ξέρεις, λέμε με το Γ... να συγκατοικήσουμε.»
«Που;»
«Σπίτι του ή σπίτι μας. Μάλλον σπίτι μας»
«Είσαι στα καλά σου; Με διώχνεις από το σπίτι μου; να πας να μείνεις σπίτι του. Εγώ δεν φεύγω, ξέχνα το»
«Δεν βολεύει το σπίτι του κι εσύ λείπεις συνέχεια»
«Γούστο μου, δεν θα σου δώσω λογαριασμό. Πληρώνω κανονικά για νοίκι και προμήθειες. Βρείτε άλλο σπίτι που να σας βολεύει»
Το βράδυ πήρα τον Α… και κουβαληθήκαμε νοικοκυραίοι να περάσουμε τη νύχτα στο σπίτι μου. Στράβωσαν και με τα πολλά σηκώθηκαν κι έφυγαν. Ήμουν αποφασισμένη να μην της παραχωρήσω αυτή τη νίκη. Την άλλη μέρα, τηλεφώνησα στους δικούς μου.
«Έλα, τι έγινε με τη Σοφία; Γιατί θες να φύγεις από το σπίτι;» με ρώτησε με αγωνία η μάνα μου.
Φρίκαρα εντελώς. Είχε δουλέψει υπογείως η κάργια.
«Ρε μάνα, θα παρανοήσουμε εντελώς; Ποιος σου είπε ότι θέλω να φύγω από το σπίτι; Το και το συμβαίνει και μην μασάς κουτόχορτο» της εξήγησα την κατάσταση. Επέστρεψα φουριόζα στο σπίτι για να τα πω μια και καλή μαζί της.
«Ξέρεις, μείνε στο σπίτι. Δεν θα συγκατοικήσουμε τελικά με το Γ… . Το είπε η μάνα μου στον πατέρα μου κι έγινε έξαλλος» με πρόλαβε εκείνη.
«Γιατί είπαν οι δικοί σου στους δικούς σου ότι θέλω να φύγω; Τέτοια είσαι; Δεν ήξερες πώς να τους δικαιολογήσεις ότι θα κρατήσεις μόνη το σπίτι;»
«Έλα, ρε. Κάποια παρεξήγηση έγινε. Δεν είπα εγώ τέτοιο πράγμα»
«Είπες και ξέρεις κάτι; Το ξανασκέφτηκα και βλέπω πως δεν είναι δίκαιο να σε εμποδίζω να ζήσεις τον έρωτά σου με το Γ… . Θα φύγω, το αποφάσισα»
«Ρε, δεν χρειάζεται. Ας είμαστε όπως πριν»
«Όχι, δεν μπορούμε να είμαστε, όπως πριν, Σοφία»
«Ρε, δεν μπορώ να πω στους δικούς μου ότι φεύγεις. Πως θα πληρώσω το διπλό νοίκι;»
«Θα βρεις τρόπο, εγώ φεύγω κι εύχομαι να έχετε ευχάριστη διαμονή» ήμουν αποφασισμένη και ήδη είχα δεχθεί προτάσεις φιλοξενίας από φίλους.
Έτσι, έληξε η συγκατοίκηση και για ένα διάστημα χάθηκε και η επαφή μας και όλα καλά και ήρεμα. Μέχρι που η τύχη με έριξε πάλι στο δρόμο της “φιλενάδας”  όταν κάποια χρόνια αργότερα, ήταν η εισηγήτρια της πτυχιακής μου εργασίας. Ζήτησα εργασία από άλλο καθηγητή, αλλά την έφαγα στη μούρη μου, καθώς ήταν βοηθός του στο εργαστήριο. Θυμήθηκα, τότε, έναν παλαιότερο διάλογό μου με καθηγητή μας, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το μεταπτυχιακό της.
«Η Σοφία έβαλε ψηλά τον πήχη» είπε εκείνος με νόημα.
«Θα τα καταφέρει, να είστε βέβαιος, έχει πείσμα» τον αντίκρουσα εγώ, παρότι ήταν  αγαπημένος μου καθηγητής και χωρίς να το παίρνω χαμπάρι συνήθως κρεμόμουν από τα χείλη του. Ήταν και κούκλος, εκτός από καλός στη δουλειά του, παντρεμένος δυστυχώς! Δεν πήγαινε η καρδιά μου να την κακολογήσω αδικώντας τη. Δεν θα το έκανα για κανέναν, όσο κακό και να μου είχε κάνει. Πάντα αναγνώριζα τα θετικά των ανθρώπων, όσο και τα αρνητικά τους. Και τα κατάφερε. Το  πήρε το μεταπτυχιακό, έγινε βοηθός εργαστηρίου, διορίστηκε και στο δημόσιο. Παντρεύτηκε το Γ..., έκαναν δυο παιδιά, έμαθα από την αδερφή της. Νιόπαντροι ανέβηκαν στα Γιάννενα και βγήκαμε όλοι μαζί σαν παλιοί καλοί φίλοι. Μου έκαναν δώρο και μια μαριονέτα, ακόμη την έχω. Την κοιτάζω τα βράδια που στριφογυρνάω στο διπλό κρεβάτι μόνη μου. Αυτή και τον σκιουράκο, το δεύτερο παιδί μου.
«Αχ, σκιουράκο μου, η Α… μας θα φύγει σύντομα. Οι δυο μας θα μείνουμε να τα λέμε» κι εκείνος μου “απαντάει”:
«Θ’ αγαπώ, μανούλα!»
Πολύ κουράστηκα με την πτυχιακή. Θεωρητικό το θέμα, μάζεψα ένα σωρό βιβλιογραφία στην αγγλική γλώσσα, μελέτησα, μετέφρασα και τα σύνδεσα όλα μαζί σε ένα σύγγραμμα. Οι εξεταστές μου ήταν εκείνη, ένα ακόμη ψώνιο που την είχε δει μεγάλος επιστήμονας- τον ήξερα από τα πρώτα χρόνια στη σχολή, εκείνος ήταν τελειόφοιτος- και ο  πλέον αγαπημένος μου καθηγητής, ο Κοσμάς.
Τον λάτρευα τον Κοσμά. Μου άρεσε να τον πετυχαίνω στη στάση στο ΤΕΙ και να κατεβαίνουμε μαζί στην πόλη. Μου μιλούσε διαρκώς για τη φαμίλια του. Αυτή ήταν η πρώτη του προτεραιότητα. Μου έλεγε για την κόρη του που έκανε πολεμικές τέχνες και το γιο του που έκανε μπαλέτο και κολύμβηση.
«Κοσμά, ποια τα γνωρίσματα ενός καλού μάνατζερ;» τον είχα ρωτήσει, δεν ξέρω κι εγώ γιατί.
«Ας ερχόσουν στο game να μάθεις» μου απάντησε όσο πιο αυστηρά μπορούσε.
    »Είσαι πολύ καλό παιδί, αλλά έχεις ένα μεγάλο ελάττωμα: δεν ισορροπείς. Είσαι ή του ύψους ή του βάθους. Χίλιες φορές να είναι κανείς μέτριος. Αυτό λέω και για τα παιδιά μου. Κανονική κατανομή, κοινωνία των δύο τρίτων. Εάν ανήκει το παιδί σου στο ένα τρίτο δεν μπορείς να ξέρεις από ποια μεριά της κατανομής θα βρίσκεται: θα προεξέχει ή θα βρίσκεται στο περιθώριο;»
Με μάλωνε, αλλά πέραν της αγάπης που λάμβανα από εκείνον, δεν νομίζω ότι κατόρθωσα να αξιοποιήσω τις συμβουλές που αφειδώς μου προσέφερε.
«Αγχώνομαι, αν θα είμαι καλή μάνα για το παιδί μου» του είχα εκμυστηρευτεί σε μια από τις διαδρομές μας με το λεωφορείο.
«Μην αγχώνεσαι, να αγωνίζεσαι» μου απάντησε εκείνος και μετά έσφιξε τα χείλια του και κοίταζε έξω από το παράθυρο. Μου φάνηκε παραπάνω από αυστηρός τότε, αλλά ήταν η μόνη συμβουλή του που ακολούθησα με ευλάβεια.
Ο Κοσμάς ενθουσιάστηκε με την πτυχιακή μου: «η βίβλος του μαθήματός μου θα είναι αυτή! Αυτή θα προτείνω στους φοιτητές μου από δω και μπρος» άποψη που δεν συμμερίστηκε ο τρίτος εξεταστής, που έσπευσε να παρατηρήσει ότι απλά είχα μεταφράσει ένα, το πολύ δυο βιβλία.
Εκείνο που με ενόχλησε για μια ακόμη φορά ήταν ότι τελικά Κοσμάς και ψώνιο βαθμολόγησαν με δέκα, η φίλη και εισηγήτριά μου έβαλε μόλις εννέα. Εννέα  κόμμα εννέα  η βαθμολογία μου και μέχρι και η γραμματέας το σχολίασε:
«Εννέα κόμμα εννέα; Γιατί όχι δέκα;»
Τι να της εξηγήσεις τώρα;
Ήταν η τελευταία φορά που είχε εξουσία πάνω μου με κάποιον τρόπο, εξουσία που πάντα μα πάντα τη χειρίστηκε με το χειρότερο τρόπο.
«Δεν είμαι πολύ καλά, δεν ξέρω τι θέλω»
«Τι εννοείς;»
«Να, ο Γ… θέλει να παντρευτούμε, είμαστε μαζί σχεδόν εννιά χρόνια»
«Παντρευτείτε τότε»
« Δεν ξέρω…»
«Τι δεν ξέρεις;»
«Είναι ο Γ… αυτός που περιμένω; Ίσως μου αξίζει καλύτερος»
Με δυσκολία συγκρατήθηκα να μην χλευάσω.
«Είστε μαζί εννέα χρόνια, ακόμη δεν ξέρεις;»
«Καλός είναι ο Γ…, αλλά τι έχει καταφέρει στη ζωή του; εγώ έγινα κάποια, εκείνος έμεινε και θα μείνει στάσιμος»
«Τι λες, ρε Σοφία;»
«Έχει δίκιο ο πατέρας μου, μου φαίνεται»
«Σε τι αναφέρεσαι;»
«Που μου λέει πως και δεν τον βαρέθηκα το Γ… ακόμα»
«Ο Χριστός και η Παναγία!»
«Γιατί; Πατέρας είναι… ενδιαφέρεται για το καλό μου…»
Α, ρε καψερέ Γ…! σκέφτηκα και δεν μίλησα. Νωρίτερα μου εξιστορούσε μία περιστασιακή της γνωριμία. Θα φταίω, να πάω να σε δώσω, σκύλα; αναρωτιόμουν κι ήμουν στο τσακ να το αποφασίσω. Σιγά, μην σου κάνω τη χάρη, να σε διευκολύνω να χωρίσεις το Γ…. Τα θέλει κι εκείνου ο κώλος του, που υπομένει όλες τις παραξενιές σου τόσα χρόνια. Ομολογώ ότι από τη μια γελούσα με το μαλάκα, από την άλλη ζήλευα. Ακόμη και για τη σκρόφα, υπάρχει ένας μαλάκας που λιώνει για πάρτη της, μόνον εγώ δεν…
«Τον αγαπάς τον Γ…;»
«Δεν λέω… τον αγαπάω…»
«Να τον παντρευτείς, Σοφία. Δεν βρίσκεις εύκολα ανθρώπους σαν το Γ…»
«Δεν έχεις άδικο…»
Αυτή ήταν η φίλη μου η Σοφία. Δεν μαθαίνω νέα της και είναι από εκείνους τους, ευτυχώς,  λίγους ανθρώπους, που δεν με ενδιαφέρει να μαθαίνω νέα τους. Κι αν απόψε τη θυμήθηκα και κάθισα κι έγραψα ήταν γιατί, όταν γυρίζω πίσω στο χρόνο βλέπω ένα σωρό λάθη, που έκανα και που χάρη σε αυτά είμαι αυτή που είμαι. Κι ευτυχώς δεν είμαι ακόμη μια Σοφία.

(Α.Τ.)
---

Σχόλια

  1. Πάντα μου άρεσε αυτό το διήγημα. Χαίρομαι που το ξαναδιάβασα σήμερα :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κι εγώ χαίρομαι που περνάς, αγαπημένη. Και που στάθηκες αφορμή να το ξαναδιαβάσω κι εγώ μετά από πολύ καιρό. Σε φιλώ

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου