Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Bipolar, Ιστορία πρώτη: ο Γιάννης [Μικρή Ιστορία]

 ---
Οδηγίες για την Εύκολη Ένταξη του Λιθίου στη ζωή σας
1. Αν περιμένετε καλεσμένους για φαγητό ή  ο νέος σας σύντροφος πρόκειται να περάσει το βράδυ στο σπίτι σας, αδειάστε εγκαίρως το ντουλαπάκι με τα φάρμακα.
2. Θυμηθείτε να ξαναβάλετε το λίθιο στη θέση του την επόμενη μέρα.
3. Μην νιώθετε αμηχανία για την έλλειψη συντονισμού ή την αδεξιότητα που δείχνετε, ακόμη και σε αθλητικές δραστηριότητες που πριν εκτελούσατε με άνεση.
4. Μάθετε να γελάτε, όταν χύνετε τον καφέ ή υπογράφετε με τη χάρη που έχουν οι ασυντόνιστες κινήσεις ενός οκτάχρονου παιδιού, όπως κι όταν δεν καταφέρνετε να περάσετε τις χειροπέδες σε λιγότερο από δέκα λεπτά.
5. Χαμογελάτε, όταν οι υπόλοιποι αστειεύονται λέγοντας πως νομίζουν ότι κι αυτοί «θα έπρεπε να παίρνουν λίθιο»
6. Επιδοκιμάστε με έντεχνο αυθορμητισμό, έξυπνα και με σιγουριά και πειστικότητα τις εξηγήσεις του γιατρού σας για τα τόσα πλεονεκτήματα του λιθίου και την αλάθητη ικανότητά του να βάζει τάξη στο χάος της ζωής σας.
7. Κάνετε υπομονή περιμένοντας αυτή την τάξη στη ζωή. Πολλή υπομονή. Ξαναδιαβάστε την ιστορία του Ιώβ. Συνεχίστε να κάνετε υπομονή. Ξανασκεφτείτε την ομοιότητα ανάμεσα στις φράσεις «κάνω υπομονή» και «υπομένω την αρρώστια μου».
8. Προσπαθήστε να μην ενοχλήστε από το γεγονός ότι δεν μπορείτε να διαβάσετε. Φιλοσοφήστε το! Ακόμη κι αν μπορούσατε να διαβάσετε, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα θυμόσασταν τίποτε, έτσι και αλλιώς.
9. Αποδεχτείτε τη σχετική μείωση στον ενθουσιασμό και στη ζωντάνια που νιώθετε. Προσπαθήστε να μην σκέφτεστε τις έξαλλες νύχτες που ζήσατε. Είναι μάλλον καλύτερα να μην ξαναπεράσετε τέτοιες βραδιές.
10. Να σκέφτεστε πάντα πόσο καλύτερα είστε. Έτσι και αλλιώς όλοι θα το αναφέρουν συχνότατα και, όσο εκνευριστικό και αν ακούγεται, είναι πιθανότατα η αλήθεια.
11. Μην είστε αγνώμονες! Μην διανοηθείτε ποτέ να διακόψετε το λίθιο!
12. Κι όταν το διακόψετε και ξαναπέσετε στη μανία και στην κατάθλιψη, να περιμένετε τα δύο βασικά πράγματα που θα ακούσετε από τους φίλους, συγγενείς και γιατρούς:
· «Μα πήγαινες τόσο καλά, δεν μπορώ να το καταλάβω!»
· «Εγώ στο είχα πει!»
13. Ανεφοδιαστείτε με λίθιο.

(Ένα ανήσυχο μυαλό, Kay Redfield Jamison, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2007)

Περπατούσε με βήμα ταχύ, όπως πάντα. Ο Γενάρης είχε μπει με άγριες διαθέσεις, επιβάλλοντας ακραίες κλιματικές συνθήκες και θερμοκρασίες πολλών βαθμών υπό το μηδέν. Πάγωνε κι είχε ασυναίσθητα κυρτώσει τους ώμους της, ίσως πάλι, όχι μόνον εξαιτίας της παγωνιάς. Από ώρα παραδομένη στη συναισθηματική δίνη της χαρμολύπης,  περπατούσε σκεφτική, μην μπορώντας να ξεκαθαρίσει τι πραγματικά ένιωθε.
Επέστρεφε από τον Ο.Α.Ε.Ε, όπου είχε σπεύσει να θεωρήσει το βιβλιάριο ασθενείας, αφού μόλις λίγες μέρες νωρίτερα, τέλος του προηγούμενου έτους, είχε εξοφλήσει ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό ληξιπρόθεσμων οφειλών για ασφάλιστρα.
Παρότι εργαζόταν ως μισθωτή με κανονικό οκτάωρο, είχε συμφωνήσει με τον εργοδότη της να κάνει έναρξη ελεύθερου επαγγέλματος, ώστε εκείνος να επιβαρύνεται με όσο το δυνατόν λιγότερα ασφάλιστρα. Για την ακρίβεια, ήταν όρος που της τέθηκε, προκειμένου να προσληφθεί κι εκείνη τον αποδέχτηκε.
Τα τελευταία δυο χρόνια, η κρίση που μάστιζε την οικονομία της χώρας γενικότερα και τον κλάδο της ειδικότερα, γινόταν έντονα αισθητή όχι μόνο στους χιλιάδες απολυμένους συναδέλφους της, του ίδιου ή συναφούς επαγγέλματος, κάθε ηλικίας και οικογενειακής κατάστασης, αλλά και στην ίδια, παρότι εργαζόταν κανονικά.
Το Δημόσιο, με το οποίο ο εργοδότης της συναλλασσόταν σε σταθερή και αποκλειστική βάση τα περίπου έξι χρόνια, που εκείνη εργαζόταν στην επιχείρησή του, είχε αποδειχτεί κακοπληρωτής και συνέπεια αυτού ήταν εκείνος να της περικόπτει συστηματικά τη δαπάνη για τα ασφάλιστρα. Έτσι, αφενός δούλευε ανασφάλιστη και αφετέρου είχε δημιουργηθεί ένα σεβαστό χρέος απέναντι στον ασφαλιστικό της φορέα, χρέος που τυπικά βάραινε την ίδια και που μεγαλύτερο φόβο δεν είχε από το πως θα κατάφερνε να το εξοφλήσει, αν κάτι πήγαινε στραβά και δεν λάβαινε ποτέ τα λεφτά από τον εργοδότη της. Μετά από αλλεπάλληλες νύξεις, παρακλήσεις, αλλά και πιέσεις από την πλευρά της, τελικά εκείνος «ευαρεστήθηκε» να της καταβάλει ολόκληρο το ποσό, προκειμένου να εξοφλήσει την οφειλή και να δικαιούται και πάλι ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Είχε καταφέρει, λοιπόν, να διώξει από πάνω της το αβάσταχτο φορτίο της οφειλής και χαιρόταν γι’ αυτό. Δεν είχε καταφέρει, ωστόσο, να προγραμματίσει επισκέψεις σε γιατρούς, αφού εξαιτίας της ενοποίησης των ασφαλιστικών ταμείων σε ενιαίο φορέα δεν είχε ακόμη καταρτιστεί για το τρέχον έτος η λίστα των γιατρών των συμβεβλημένων με το φορέα. Αυτό τη λυπούσε, γιατί, αδυνατώντας να καταβάλλει αμοιβές ιατρών και εξέταστρα τα δυο χρόνια που ήταν ανασφάλιστη, είχε παραμελήσει τους απαιτούμενους ετήσιους προληπτικούς ελέγχους της υγείας της. Το ίδιο ίσχυε και για το παιδί της. Τέλος πάντων, θα κάνουμε λίγη ακόμη υπομονή, παρηγόρησε τον εαυτό της.
 Έκοψε λίγο το ρυθμό της, όταν της πέρασε από το μυαλό να τηλεφωνήσει στους δικούς της.  Κατάφερε να βγάλει το κινητό από την τσάντα με το ελεύθερο χέρι και κάλεσε.
«Έλα, κορίτσι μου!» ήταν η μάνα της- αναμενόμενο, αφού στο κινητό της είχε καλέσει.
«Έλα, μάνα. Τι κάνετε;»
«Μόλις καθίσαμε στο τραπέζι. Εσείς τι θα κάνετε; Θα έρθετε από δω ή να ετοιμάσω φαγητό;»
Τον είδε να ανηφορίζει το δρόμο προς το μέρος της και τερμάτισε αιφνίδια τη συνδιάλεξη:
«Μαμά, θα σε πάρω σε δυο λεπτά».
Της φάνηκε κατηφής. Του χαμογέλασε πρώτη καθώς τον πλησίασε.
«Χρόνια πολλά, Γιάννη! Καλή χρονιά!»
Της ανταπέδωσε το χαμόγελο και τις ευχές και φιλήθηκαν.
«Πώς από τα μέρη μας;» τον ρώτησε για να παρατείνει κάπως τη συνάντησή τους. Την τελευταία φορά που τον αντάμωσε στο γραφείο που διατηρούσε μαζί με τον πατέρα του, ίσα που της είχε ανταποδώσει το χαιρετισμό. Της είχε προκαλέσει την απορία αυτή του η στάση, καθώς συνήθιζε να της μιλάει πάντα πρώτος και πάντα πρόσχαρα. Τον συμπαθούσε ιδιαίτερα καθώς ήταν ένας νέος άνθρωπος- αρκετά μικρότερός της- όμορφος, καλοσυνάτος, εργατικός κι αξιαγάπητος, όπως και ο πατέρας του, με τον οποίο μοιράζονταν αμοιβαία αισθήματα συμπάθειας και εκτίμησης στα πλαίσια πάντα της επαγγελματικής τους συνεργασίας.
«Σε ένα γιατρό πήγα, να μου γράψει φάρμακα» απάντησε κοφτά και της έδειξε βιβλιάριο και συνταγολόγιο.
«Ο.Α.Ε.Ε.;» τον ρώτησε ξαφνιασμένη από τη διαπίστωση και ευθύς μετανιωμένη για την ανόητη ερώτηση που υπέβαλε, αφού γνώριζε ήδη ότι ήταν αυτοαπασχολούμενος.
   »Κι εγώ» έσπευσε να συμπληρώσει για να δικαιολογήσει την έκπληξή της.
«Ναι;» ανταπέδωσε το ξάφνιασμα εκείνος, απολύτως δικαιολογημένο στην περίπτωσή του.
«Ναι. Από εκεί έρχομαι. Θεώρησα το βιβλιάριο ασθενείας» του απάντησε χαμογελώντας, δείχνοντας ταυτόχρονα το βιβλιάριο και τα δυο συνταγολόγια. Τα τελευταία δεν χρειαζόταν να τα έχει μαζί της, κουβαλούσε επιπλέον βάρος άδικα.
«Κι εγώ ήμουν νωρίτερα εκεί, Αλεξάνδρα. Άσε με, με τους μαλάκες! Έμαθες τι ισχύει με τον ενιαίο φορέα ασφάλισης;» ρώτησε κι η ματιά του αγρίεψε.
«Όχι» μουρμούρισε καχύποπτα εκείνη, καθώς το ύφος της ερώτησης δεν προοιώνιζε τίποτα καλό.
«Κάθε γιατρός θα δέχεται το μήνα μέχρι πενήντα ασθενείς δωρεάν. Ο πεντηκοστός πρώτος ασθενής, παρότι ασφαλισμένος, θα πληρώνει για να εξεταστεί» την πληροφόρησε με έκδηλη την αηδία του.
«Παράλογο, εντελώς…» σκυθρώπιασε έκπληκτη στη σκέψη πως παρότι είχε δώσει αγώνα να θεωρήσει το βιβλιάριό της, ήταν πλέον πιθανό να χρειαστεί τελικά να πληρώσει ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις.
«Κι όμως, αληθινό. Μόλις χρεώθηκα τη συνταγογράφηση!» τη διαβεβαίωσε εκείνος κι εξακολούθησε με θυμό, ανάμικτο με παράπονο:
   »Έχω σοβαρό πρόβλημα υγείας και παίρνω φάρμακα, χωρίς τα οποία δεν θα είμαι καλά. Καθόλου καλά!»  επανέλαβε με έμφαση και το βλέμμα του σκοτείνιασε.
Τον κοίταξε επίμονα. Εκείνος μάντεψε την ερώτηση και της έδωσε την απάντηση που γύρευε:
«Πέρασα κατάθλιψη…» δίστασε να συνεχίσει, χαμήλωσε τα όμορφα γαλάζια μάτια του σαν να ντρεπόταν ξαφνικά.
«Γιάννη, η κατάθλιψη είναι κάτι που μπορεί να συμβεί στον καθένα» βιάστηκε να τον βγάλει από την αμηχανία του.
   »κι εγώ πριν δυο χρόνια έφτασα στα πρόθυρα κι έπαιρνα αντικαταθλιπτικά για έξι μήνες» ολοκλήρωσε τη φράση της, χωρίς να νιώθει άβολα για την εξομολόγησή της. Ήταν δεδομένη η κατανόηση από μέρους του, το ήξερε. Χάρηκε όταν τον είδε να παίρνει θάρρος και να της λέει:
«Εγώ δεν είχα απλή κατάθλιψη… ξέρεις καθόλου από αυτά;» ρώτησε κοιτώντας τη κατάματα, αγωνιώντας, λες, να μάθει πριν καν του απαντήσει.
«Είσαι διπολικός;» τον ρώτησε και ίσα που κατάφερε να κρύψει την έκπληξη, αλλά και τη λύπη που μονομιάς την κυρίεψε. Ήταν ο τρίτος άνθρωπος που είχε γνωρίσει με την ίδια ασθένεια του μυαλού, αν και ήταν μόλις ο δεύτερος που της το είχε εμπιστευτεί.
«Ναι» απάντησε δίχως να πάψει να την κοιτάζει μες στα μάτια. Η ανακούφισή του ήταν ολοφάνερη στα δικά του.
   »Τα φάρμακα είναι πανάκριβα, Αλεξάνδρα. Εάν δεν μου χορηγούνται πια  δωρεάν από τον φορέα, δεν υπάρχει περίπτωση να επιβαρύνω τους γονείς μου με τέτοια δαπάνη. Θα σταματήσω να τα παίρνω. Δεν μπορώ να τα πληρώνω… Πόσο καιρό έχεις να με δεις στο γραφείο; Δυο χρόνια έχω να δουλέψω κανονικά. Έκανα δυο μανίες και δυο καταθλίψεις μέσα σε δυο χρόνια!»
Έμεινε βουβή. Παρατήρησε ότι αυτό του μετέβαλε τη διάθεση. Έδειχνε ταραγμένος, ίσως και μετανιωμένος που της είχε ανοιχτεί τόσο πολύ. Έσπευσε τότε να του εκφράσει όσα σκεφτόταν:
«Γιάννη, τα φάρμακά σου πρέπει να τα παίρνεις και θα τα παίρνεις, ακόμη κι αν χρειαστεί για ένα διάστημα να επιβαρύνεις τους γονείς σου! Αυτά θα σε βοηθήσουν να παραμένεις λειτουργικός. Δεν πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου να κυλίσει ξανά στην κατάθλιψη, οκ;»
«Μια χαρά είναι η κατάθλιψη, Αλεξάνδρα. Η μανία είναι χειρότερη. Κάνεις πράγματα που δεν θα έκανες υπό κανονικές συνθήκες, γίνεσαι ρεζίλι στους άλλους. Μια χαρά είναι η κατάθλιψη, μέσα στο σπίτι να σέρνομαι, αλλά τουλάχιστον να μην βλέπει κανείς άνθρωπος το χάλι μου…»
Τα γνώριζε αυτά που της έλεγε. Τα είχε διαβάσει παλιότερα. Διαφωνούσε, όμως, μαζί του: Άκου τι λέει! Μια χαρά και δυο τρομάρες είναι η κατάθλιψη! Ένα βήμα πριν την αυτοκτονία! σκέφτηκε, αλλά δεν το ξεστόμισε. Αν του είχε περάσει από το μυαλό να αυτοκτονήσει, θα υποστήριζε ότι η κατάθλιψη είναι μια χαρά; αναρωτήθηκε, αλλά δεν τόλμησε να ρωτήσει.
«Κοίτα, Γιάννη, τυχαίνει να έχω γνωρίσει κι άλλους με διπολική διαταραχή και γι’ αυτό κι έχω διαβάσει γι’ αυτή. Πρέπει να βάλεις καλά ένα πράγμα στο μυαλό σου: δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο σε σένα! Συμβαίνει σε πολλούς, οι οποίοι καταφέρνουν να λειτουργούν καλά, σχεδόν κανονικά υπό κάποιες προϋποθέσεις. Ας υποθέσουμε ότι είχες ένα άλλο πρόβλημα υγείας, π.χ. κάτι με την καρδιά σου. Τι θα έκανες; Θα συνέχιζες να ζεις όσο το δυνατόν καλύτερα τη ζωή σου, έτσι δεν είναι;»
Δεν διέφυγε της προσοχής της το πληγωμένο και περήφανο  βλέμμα του ανθρώπου, που υποφέρει πολύ και δύσκολα ανέχεται κηρύγματα από κάποιον που ιδέα δεν έχει τι πραγματικά περνάει. Ξεπέρασε το σκόπελο τάχιστα: έκανε μικρή παύση και πήρε τα χέρια του στα δικά της. Εκείνος ξαφνιάστηκε στην αρχή, αλλά τελικά χαλάρωσε. Τότε, μόνον, εξακολούθησε:
«Να ζεις κανονικά, Γιάννη. Να δουλεύεις. Να βγαίνεις με φίλους. Να κάνεις σχέσεις. Μόνο να βάζεις τον εαυτό σου πάνω από όλα και όλους. Να τον αγαπάς και να τον φροντίζεις. Αν αρχίσεις να σκέφτεσαι θετικά, όλα θα πάνε καλά! Και προπαντός να θυμάσαι: δεν είσαι μόνος; οκ;»
Άφησε τα χέρια του ελεύθερα και τον κοίταξε μειλίχια. Τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Αχ, κάνε να του φανούν χρήσιμα, όσα του είπα! Μόνον αυτό! παρακαλούσε, άγνωστο ποιον ξεχασμένο θεό.
«Σ’ αγαπάω, μωρέ! Σ’ α- γα- πά- ω!» της είπε εκείνος αγκαλιάζοντάς τη σφιχτά!
   »Να προσέχεις, Αλεξάνδρα!»
«Θα προσέχω. Άντε, ρε. Τα λέμε. Δύναμις!» τον αποχαιρέτησε με αξιοσημείωτη ψυχραιμία για τη συγκίνηση που δοκίμαζε κι εξακολούθησε το δρόμο της. Κάλεσε πάλι στο κινητό τη μάνα της. Κράτησε σταθερή τη φωνή της:
 «Έλα. Συνάντησα ένα φίλο και τα λέγαμε. Βάλε το φαγητό σε ένα τάπερ να το πάρω μαζί μου, αν θες».
Έκανε παγωνιά και τάχυνε το βήμα της. Οι ώμοι της ήταν κυρτωμένοι, ίσως πάλι, όχι μόνον εξαιτίας της παγωνιάς…

(Α.Τ.)



Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου