Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μάνα [Διήγημα]


Στους γονείς μου με ευγνωμοσύνη.
Στον Δημήτρη Τερζάκη με τις από βάθος καρδιάς ευχαριστίες μου.
Στις  Κλεανθή Κ. και  Μαρία Ντ. με συμπάθεια και εκτίμηση για τον δύσκολο αγώνα τους.


Το παρόν αφιερώνεται επίσης στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας με την ευχή να εκλείψουν οι συνθήκες που ευνοούν την εμφάνιση και ανακύκλωσή της.


«Σκύλα! Θα σε σκοτώσω, άχρηστη!»
Ίσα που είδε το χέρι να πέφτει με ορμή. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Το ένιωσε καυτό στο πρόσωπό της. Ζαλίστηκε κι αίμα πλημμύρισε το στόμα της. Δοκίμασε να σηκωθεί μα η μαινόμενη γυναίκα την άρπαξε απ’ τα μαλλιά και τραβούσε τις τούφες με μανία. Κραύγασε από τον πόνο.
«Μάνα, μη!» εκλιπαρούσε.
«Μη με λες ‘μάνα’! Μην με ξαναπείς ‘μάνα’, σκύλα!» ούρλιαξε εκείνη. «Θα σε σκοτώσω!» εξακολούθησε με οργή η μεσήλικη γυναίκα, που σαν κουράστηκε να ξυλοφορτώνει την κόρη της, άρχισε να τραβάει τα δικά της μαλλιά και να ωρύεται. «Δε σε γέννησα εγώ! Δεν είσαι παιδί μου εσύ!» έλεγε και ξανάλεγε πεσμένη στα γόνατα, το βλέμμα της καρφωμένο στο ταβάνι. Ξέσπασε σε λυγμούς. «Συγχώρα με, Θεέ μου! Συγχώρα με!».
Σαν άρχισε να συνέρχεται από την παραζάλη του βίαιου ξυπνήματος, ανασηκώθηκε στο κρεβάτι έχοντάς τα ολότελα χαμένα.
«Μάνα, τι έγινε;» ρώτησε απορημένη και με το φόβο μιας νέας επίθεσης. Το βλέμμα της μάνας θόλωσε. Ο φόβος της επαληθεύτηκε. Την άρπαξε πάλι από τα μαλλιά και την έσυρε κακήν κακώς στο μπάνιο.
Η καρδιά της σφίχτηκε. Ένιωσε πως κάτι πολύ κακό συνέβαινε, μα δεν μπορούσε να πει τι, μέχρι που η μάνα της την έβαλε να κοιτάξει στην πλαστική λεκάνη.
«Φόνισσα!» σπάραξε η γυναίκα κι έπεσε στο πάτωμα οδυρόμενη.
«Ψυχή μου!» ψέλλισε σαν είδε το μωρό της νεκρό. Έσπευσε να το πάρει στα χέρια της, ανήμπορη να αποδεχτεί το τετελεσμένο. «Τι έκανα, Θεέ μου!» φώναξε με απόγνωση η νεαρή γυναίκα και σωριάστηκε λιπόθυμη.


***
«Όλα εντάξει, κανονίστηκε» καθησύχασε τη μάνα της στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Δεν έχω πολλές μονάδες στην τηλεκάρτα. Από βδομάδα θα μου δώσουν δωμάτιο στην εστία και κάρτα σίτισης» εξακολούθησε μιλώντας γρήγορα για να προλάβει να πει τα νέα της.
«Πολύ χαίρομαι, παιδί μου» απάντησε εκείνη ανακουφισμένη.
«Τι κάνει το μωρό;» ρώτησε με αγωνία και τα μάτια της βούρκωσαν στη σκέψη πως δεν ήταν μαζί του, όπως έπρεπε. Το είχε αφήσει στη φροντίδα της γιαγιάς του για να ολοκληρώσει τις σπουδές της.
«Μια χαρά είναι. Μην ανησυχείς! Τη δουλειά σου κοίτα, να τελειώνεις!» την διαβεβαίωσε η μάνα της και συνέχισε. «Στην αγκαλιά μου την έχω. Μίλα στη μανούλα!» την άκουσε να λέει κι η καρδιά της σκίρτησε.
«Μωράκι μου, μ’ ακούς;» ρώτησε μελιστάλαχτα και εκείνο απάντησε με ακατάληπτες φωνούλες. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Σε λατρεύω, ψυχή μου! Σε σκέφτομαι συνέχεια. Θα έρθω γρήγορα πίσω» κατέληξε ‘λιώνοντας’ από λαχτάρα να κρατήσει το κοριτσάκι της στα χέρια της.
«Το καλό που σου θέλουμε, μανούλα, ακούς;» απάντησε η μάνα της για λογαριασμό του παιδιού της.
Έκλεισε το τηλέφωνο με βαριά καρδιά. Ήταν ένα ζεστό απομεσήμερο φθινοπώρου και το ελαφρύ αεράκι χάιδευε απαλά το πρόσωπό της.Άφησε πίσω της την πλατεία και κατηφόρισε προς το λιμάνι. Ένιωθε απέραντα μόνη και πολύ κουρασμένη. Η περασμένη νύχτα τής είχε επιφυλάξει μια δυσάρεστη περιπέτεια, αλλά η αμέριστη κατανόηση με την οποία την αντιμετώπισε το πρωί ο αντιπρόεδρος του ιδρύματος στάθμιζε θετικά τα της ημέρας της.
«Θέλω να σας παρακαλέσω για ένα προσωπικό θέμα» του είχε πει, προσπαθώντας να είναι ήρεμη και ευχάριστη, παρά την αγρύπνια και την ταλαιπωρία. Του εξήγησε πως με τον άνδρα της και πατέρα του παιδιού της βρισκόταν σε διάσταση και πως εκείνος δεν της έδινε διατροφή για το παιδί. Για τη διαβίωσή τους βασιζόταν αποκλειστικά στην οικονομική συνδρομή των γονιών της, η οποία δεν επαρκούσε για την ολοκλήρωση των σπουδών της.
«Πρέπει να πάρω το πτυχίο μου» του είχε πει. «Οφείλω να διασφαλίσω για το παιδί μου ένα αξιοπρεπές μέλλον και χωρίς το πτυχίο θα είναι πολύ δύσκολο. Αναζήτησα ήδη δουλειά στην πόλη μου και δεν κατάφερα να βρω έστω και μία που να μου προσφέρει τα αναγκαία προς το ζην. Διαπίστωσα στην πράξη πως είναι πολύ δύσκολο να αναζητάς εργασία με ικανοποιητικές αποδοχές, δίχως κάποια ειδίκευση» του εξέθεσε το μοναδικό της επιχείρημα με ευθύτητα και ειλικρίνεια.
«Τι ζητάτε;»
«Δωμάτιο στην εστία και κάρτα σίτισης λόγω απορίας»
«Είναι υποχρέωσή μας να συνδράμουμε την προσπάθεια των σπουδαστών μας και στην περίπτωσή σας θα το πράξουμε με ευχαρίστηση. Θα πρέπει ωστόσο να υποβάλετε γραπτώς το αίτημά σας και να προσκομίσετε τα απαραίτητα δικαιολογητικά» της υπέδειξε τα διαδικαστικά.
«Μην ανησυχείτε, θα τακτοποιηθείτε μέχρι τα μέσα της άλλης βδομάδας» έσπευσε να συμπληρώσει για να την καθησυχάσει, παρατηρώντας ότι παρέμενε ανήσυχη.
«Σας ευχαριστώ θερμά. Δεν μπορώ όμως να προσκομίσω άμεσα τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Τη νύχτα που μας πέρασε τσαντάκηδες άρπαξαν την τσάντα μου. Θα χρειαστούν κάποιες μέρες μέχρι να μου τα αποστείλουν οι δικοί μου» του εξήγησε.
«Τσαντάκηδες, εδώ;» απόρησε εκείνος και την προέτρεψε να κάνει την αίτηση άμεσα και να προσκομίσει τα έγγραφα το συντομότερο δυνατό. Του ήταν ευγνώμων.

Είχε φτάσει στο λιμάνι. Περπάτησε για λίγο στον λιμενοβραχίονα κι έπειτα κάθισε σε ένα παγκάκι. Ακούμπησε πίσω την πλάτη της και έκλεισε τα μάτια της. Τα άνοιξε και κοίταξε ψηλά, τον ήλιο που έδυε. Της είχε λείψει το άπλετο φως αυτού του τόπου. Έστρεψε το βλέμμα της στα πλοιάρια που ήταν δεμένα στo ενετικό λιμάνι. Μετά σε εκείνα που έβγαιναν στα ανοιχτά. Έσκιζαν αργά με την πλώρη τους τα ήρεμα νερά μέχρι που χάνονταν στο σημείο που έσμιγε το απέραντο μπλε της θάλασσας με το ανέφελο γαλάζιο του ουρανού. Βυθίστηκε στις σκέψεις της.
«Τι ώρα δεχτήκατε την επίθεση;»
«Γύρω στη μία»
«Πόσα άτομα ήταν;»
«Δύο. Ο ένας ήταν στο μηχανάκι, ο άλλος στο δρόμο. Άρπαξε την τσάντα και έφυγαν»
«Είδατε τα πρόσωπά τους;»
«Ναι»
«Μπορείτε να τους αναγνωρίσετε;»
«Ναι»
«Το δίκυκλο;»
«Νομίζω ναι»
Ο αξιωματικός της ασφάλειας που της έπαιρνε κατάθεση της ζήτησε να τον ακολουθήσει στο μπαλκόνι. Στην αυλή υπήρχαν δίκυκλα παρκαρισμένα στη σειρά. Αναγνώρισε αμέσως το κόκκινο μηχανάκι των δραστών και το υπέδειξε.
«Ας επιστρέψουμε μέσα» της είπε εκείνος και μόλις κάθισαν την ενημέρωσε πως είχαν ήδη συλλάβει τους δράστες.
«Είναι γνωστοί σ’ εμάς. Χρήστες ουσιών, που κλέβουν για να εξασφαλίσουν τη δόση τους. Το μηχανάκι το έκλεψαν το βράδυ. Επιτέθηκαν σε τέσσερις συνολικά γυναίκες. Η μία από αυτές γιαγιά, αντιστάθηκε. Νοσηλεύεται με κατάγματα. Έχουν υποβληθεί ήδη μηνύσεις. Εάν δεν επιθυμείτε να υποβάλετε μήνυση, δεδομένου ότι είστε σπουδάστρια εδώ και για να μην ταλαιπωρείστε, δεν είναι υποχρεωτικό. Θα δικαστούν ούτως ή άλλως για την πράξη τους»
«Θα προτιμούσα να μην εμπλακώ. Βρήκατε την τσάντα μου;»
«Λυπάμαι, αλλά φοβάμαι πως είναι πρακτικά αδύνατο να τη βρούμε. Τις πέταξαν όλες στη χωματερή, αφού προηγουμένως αφαίρεσαν ό, τι θεώρησαν πως έχει αξία για εκείνους»
«Μια τελευταία παράκληση» συμπλήρωσε ο άνδρας ολοκληρώνοντας το τυπικό της κατάθεσης. «Θα ήθελα, εάν δεν έχετε αντίρρηση, να τους αναγνωρίσετε. Τους πιάσαμε πριν λίγη ώρα χάρη στον αριθμό της πινακίδας, που κάποιος μάρτυρας συγκράτησε και δεν τους έχει αναγνωρίσει ακόμη καμία από τα θύματα»
«Δεν έχω αντίρρηση»
«Καλώς. Θα μπούμε σε ένα γραφείο. Εφόσον αναγνωρίσετε τα πρόσωπά τους μεταξύ των παρευρισκόμενων σε αυτό, παρακαλώ να μου το πείτε όταν βγούμε. Είστε βέβαιη ότι δεν έχετε πρόβλημα;»
«Ναι» απάντησε με αποφασιστικότητα.
Μόλις την αντίκρισαν ταράχτηκαν. Ο ένας θα ήταν γύρω στα είκοσι πέντε, κοντός, καστανόξανθος, άσχημος και ξερακιανός. Ο άλλος κανονικός στο ύψος, γεμάτος, με μακρύ, μαύρο μαλλί και συμπαθητική φάτσα ήταν- δεν ήταν δεκαοχτώ. Δεν ήξερε να πει εάν λυπόταν περισσότερο τον εαυτό της ή εκείνους, που κατέβασαν το κεφάλι φανερά μετανιωμένοι για την πράξη τους.
Ένα επίμονο γάβγισμα κι ένα αγριεμένο νιαούρισμα διέκοψαν την αναπόλησή της. Κοίταξε ξαφνιασμένη στ’ αριστερά της. Στο διπλανό παγκάκι μια γάτα με κυρτωμένη τη ράχη και όρθιο το τρίχωμα υπερασπιζόταν το γατάκι της από την απειλή ενός σκύλου. Πετάχτηκε όρθια, πήρε μια πέτρα από χάμω και την πέταξε προς το μέρος του σκύλου. Τον πρόγκηξε και τελικά τον έδιωξε. Η γάτα ένιωσε ασφαλής και ξάπλωσε πλάι στο γατάκι της παραδομένη στην θαλπωρή του απογευματινού ήλιου. Με την όμορφη εικόνα των γατιών στο μυαλό της και ξέχειλη ικανοποίηση πήρε το δρόμο της επιστροφής.

***
«Δεν ξέρω τι θα κάνεις. Κόψε τον λαιμό σου! Αν δεν είσαι άξια να αναθρέψεις το παιδί σου μόνη σου, γύρνα πίσω στον άντρα σου! Ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία είσαι που έφαγε κέρατο! Ρώτα κι εμένα να σου πω για το μακαρίτη τον πατέρα σου!» και συμπλήρωσε «Έφυγα εγώ;»
«Δεν έφυγα! Για χάρη σας! Για το καλό σας!» απάντησε η ίδια στην ερώτησή της.
Η νεαρή γυναίκα την άκουγε αμίλητη. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η μάνα της την επέπληττε για την επιλογή της. Τι ήξερε εκείνη όμως;
«Μάνα, θα βρω δουλειά σύντομα. Δεν θα σου είμαι φόρτωμα για πολύ» προσπάθησε να την ηρεμήσει. Δεν άντεχε άλλο τις φωνές της. Δεν έβλεπε την ώρα να φύγει και να την αφήσει επιτέλους ήσυχη. Σκόπευε να περάσει τη νύχτα στης αδερφής της.
«Θα, θα, θα… βαρέθηκα να ακούω ‘θα’!» γκρίνιαξε και πάλι η μάνα της.
«Το μεσημέρι που θα γυρίσω, θα τα πούμε μια και καλή! Μη σου περνάει από το μυαλό, ότι θα συνεχιστεί για πολύ αυτό το βιολί! Παιδί μου είσαι, δε θ’ αφήσω να καταστρέψεις τη ζωή σου» εξακολούθησε και ήταν ολοφάνερο ότι είχε συνταχθεί με το γαμπρό της. Όχι από ίδιο όφελος, από άγνοια. Τι ξέρει αυτή; σκέφτηκε η κόρη και δε μίλησε.
Όταν η μάνα της έφυγε, πήγε στο υπνοδωμάτιο να σιγουρευτεί πως το μωρό ήταν καλά. Κοιμάται το αγγελούδι μου! Τι όμορφη που είναι με τα μαύρα μαλλιά και το λευκό της δέρμα! Ίδια Χιονάτη. Ίδια ο πατέρας της. Ποιος ξέρει πού να γυρίζει πάλι απόψε… Φίλησε απαλά την πατούσα του βρέφους και βγήκε από το δωμάτιο νυχοπατώντας.
Επιτέλους, μόνη, χωρίς γκρίνια, χωρίς έλεγχο! Είχε περάσει μια δύσκολη μέρα άκαρπης αναζήτησης. Είχε αρχίσει να απελπίζεται. Ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί μια δουλειά που να της αποφέρει αρκετά χρήματα για να νοικιάσει σπίτι και να φροντίζει το παιδί της. Δεν είχε σπουδάσει τίποτα, δεν είχε μάθει τέχνη. Είχε όνειρο να γίνει αισθητικός, μα δεν πρόλαβε, έμεινε έγκυος, παντρεύτηκε. Με τη γέννηση του παιδιού άρχισαν όλα. Εκείνος έγινε αρχικά αδιάφορος, μετά ευέξαπτος, τέλος βίαιος. Τον σιχαινόταν. Σιχαινόταν και τον εαυτό της. Πώς είχε αφήσει να της συμβεί αυτό; Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του μπάνιου. Ήταν μόλις δεκαεννέα και εξακολουθούσε να είναι επιθυμητή. Το ένιωθε σαν περπατούσε στο δρόμο, τράβαγε τα βλέμματα των ανδρών. Προσπάθησε να χαμογελάσει αυτάρεσκα, αλλά μια βαθύτερη λύπη την εμπόδιζε.
Πήγε στο καθιστικό. Πήρε το μπουκάλι με το ουίσκι. Έβαλε λίγο σε ένα ποτήρι και ξάπλωσε στον καναπέ. Είχε ανάγκη να χαλαρώσει. Δεν άντεχε τόση πίεση. Χτύπησε το τηλέφωνο.
«Παρακαλώ» απάντησε με βιασύνη μην τυχόν ξυπνήσει το παιδί από το κουδούνισμα.
«Έλα»
Ήταν ο άνδρας της. Έκανε να το κλείσει, το μετάνιωσε.
«Τι θέλεις;»
«Δεν κόβεις τις μαλακίες, λέω εγώ;»
Το έκλεισε. Ξαναχτύπησε επίμονα και για ώρα. Απάντησε τελικά.
«Εάν θέλεις να κουβεντιάσουμε, να μιλάς καλύτερα!»
«Παίρνω να μάθω τι κάνει το παιδί και ρωτάς ‘τι θέλω’; Πώς είστε;»
«Ενδιαφέρεσαι για την υγεία μου;» ρώτησε προσπαθώντας να απαλείψει κάθε ίχνος ειρωνείας από την φωνή της.
«Πάντα»
«Χα! Δεν έχεις να κάνεις τίποτε καλύτερο βραδιάτικα; Το ‘ενδιαφέρον’ σου το ξέρω καλά.»
«Εγώ ο μαλάκας φταίω που πήρα!. Έλεγα να βρισκόμασταν να τα λέγαμε, αλλά εσύ είσαι θεότρελη!»
«Κερατού και δαρμένη είμαι, όχι θεότρελη! Τα λογικά μου τα έχω και αποφάσισα πως δε μου αξίζει κάποιος σαν εσένα. Δε σου αρέσω, με γεια σου και χαρά σου! Θα βρεθεί άλλος, που να του αρέσω. Πίσω δεν γυρνάω, είσαι ελεύθερος να κοιμάσαι με όποιες και όσες γουστάρεις! Τέλος!»
«Έτσι λες; Δεν έχεις ιδέα με ποιον τα βάζεις!»
«Με απειλείς;»
«Σου υπενθυμίζω, απλώς, ποιος είμαι... Δε θέλεις να τα πούμε από κοντά;»
«Όχι»
«Γιατί;»
«Γιατί πάψαμε να μιλάμε από καιρό. Τώρα μόνο απειλές ξεστομίζουμε»
«Αμάν, το πείσμα σου! Βρέθηκε ένα πουτανάκι να μου κουνηθεί και τσίμπησα. Την αγάπησα λες; Εσένα θέλω. Σ’ αγαπάω!»
«Καληνύχτα, Μάνο. Μην πάρεις ξανά, σε παρακαλώ. Χρειάζομαι χρόνο»
«Εγώ χρειάζομαι εσένα και το παιδί μας» τον άκουσε να λέει κλείνοντας απότομα και κατέβασε το ακουστικό σκεφτική.
Ήπιε το ποτό μονορούφι. Έβαλε ακόμη ένα. Είχε ταραχτεί από το τηλεφώνημα. Ειδικά από την τελευταία φράση. Να ξέρει άραγε ότι είμαι μόνη στο σπίτι; Κατέβασε μονορούφι και το δεύτερο και ξαναγέμισε. Αν έρθει εδώ; Πώς θα αποφύγω να του ανοίξω; Είναι ικανός να σηκώσει τη γειτονιά στο πόδι. Ένιωθε το σώμα της να τρέμει ολόκληρο. Προσπάθησε να αυτοκυριαρχηθεί. Ήπιε το τρίτο αργά. Ένιωσε καλύτερα. Έβαλε έναν δίσκο στο πικάπ να παίζει. Πήγε στο υπνοδωμάτιο. Το μωρό κοιμόταν. Να κοιμηθώ κι εγώ, θα μου κάνει καλό. Κατευθύνθηκε στο κομοδίνο. Προσπαθούσε να μην κάνει φασαρία, αλλά είχε ζαλιστεί από το ποτό. Να πάρω ένα χάπι, να ηρεμήσω. Το κατάπιε δίχως δεύτερη σκέψη. Γύρισε στον καναπέ, ξάπλωσε. Χτύπησε το κουδούνι. Όχι, ρε γαμώτο!
Σηκώθηκε με δυσκολία. Το κουδούνι χτυπούσε ξανά και ξανά. Ήταν εκείνος. Του άνοιξε. Την κοίταξε διερευνητικά. Δυσκολευόταν να εστιάσει το βλέμμα της. Το κατάλαβε. Την άρπαξε και την έφερε κοντά του. Τη φίλησε. Ανταποκρίθηκε. Της έσκισε το νυχτικό και άρχισε να τη φιλάει και να τη δαγκώνει στο στήθος.
«Με πονάς!»
«Θα σου δείξω εγώ!» της απάντησε εκείνος μέσα από τα δόντια και έγινε ακόμη πιο βίαιος. Προσπάθησε να ξεφύγει. Τη χτύπησε. Έμεινε ασάλευτη.

Ένας απότομος σπασμός στα σωθικά της την προειδοποίησε. Συνειδητοποίησε ότι ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα στο πάτωμα. Δεν κατάφερε να κουνηθεί και ξέρασε εκεί. Μόλις ηρέμησε κάπως, προσπάθησε να σηκωθεί. Πονούσε φριχτά. Το κεφάλι της γύριζε. Tα πόδια της δεν τη βαστούσαν όρθια, τρέκλισε και τελικά έπεσε κάτω. Σύρθηκε μέχρι το τραπεζάκι κι άναψε το φωτιστικό. Κοίταξε γύρω. Το δωμάτιο ήταν ανάστατο. Τα ρούχα της σκισμένα. Το κορμί της μωλωπισμένο, γεμάτο γδαρσίματα. Ένιωθε κάψιμο χαμηλά στην κοιλιά. Κοίταξε τα πόδια της, αιμορραγούσε. Θυμήθηκε. Ένας ακόμη σπασμός εντονότερος από τον πρώτο, προηγήθηκε ενός νέου ξεράσματος. Βρισκόταν υπό την επίδραση του αλκοόλ και του ηρεμιστικού. Δεν έλεγχε το σώμα της και ζαλιζόταν πάρα πολύ. Σωριάστηκε πάλι. Ξέσπασε σε κλάματα. Μπάσταρδε, θα σε σκοτώσω! μονολόγησε ανάμεσα σε αναφιλητά. Νύσταζε. Έκλεισε τα μάτια της, προσπαθώντας να διώξει από το μυαλό της όσα είχαν προηγηθεί. Τα άνοιξε αμέσως. Τι ώρα να είναι; αναρωτήθηκε, αλλά ήταν πέρα από τις δυνάμεις της να βρει έναν τρόπο να το πληροφορηθεί. Να κοιμηθώ, θα μου περάσει, προσπάθησε να παρηγορήσει τον εαυτό της. Θα σηκωθώ το πρωί να μαζέψω το χάλι. Μετά θα πάω στο γιατρό και την αστυνομία. Τέλος! Μια σκέψη τη συγκλόνισε: Η μάνα! Δεν πρέπει να με δει έτσι! Σα να την ακούω να λέει ‘τα ήθελες και τα έπαθες!’ Πρέπει να συμμαζέψω. Κατέβαλε υπεράνθρωπη προσπάθεια να σηκωθεί. Παραπατούσε. Από πού να αρχίσω, Θεέ μου; άρχισε πάλι να κλαίει με λυγμούς. Ξαφνικά, θύμωσε… με τον εαυτό της. Θύμωσε πολύ και αντί να συμμαζεύει, άρχισε να πετάει αντικείμενα στο πάτωμα με μανία. Πετούσε, έπεφτε, σηκωνόταν. Ηλίθια, ηλίθια! φώναζε μέχρι που άκουσε το κλάμα. Το παιδί! ψέλλισε και κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο πηγαίνοντας τοίχο-τοίχο.

***
Έκανε ένα γρήγορο ντους, φόρεσε πιζάμες και ξάπλωσε δίχως να στεγνώσει τα μαλλιά της. Επιστρέφοντας από τη σχολή είχε πάρει μια κρέπα με μανιτάρια, τηγανιτές πατάτες και τυριά, αλλά δεν είχε όρεξη να φάει. Σηκώθηκε βαριεστημένα κι έβαλε το φαγητό στο ψυγείο. Απ’ όλα τα καλά είχε σ’ αυτό ο φίλος που τη φιλοξενούσε προσωρινά, αλλά τίποτα δεν της έκανε κέφι να δοκιμάσει. Έκλεισε την πόρτα. Την άνοιξε πάλι. Πήρε ένα τενεκεδάκι μπύρα και γύρισε στο κρεβάτι. Άνοιξε την τηλεόραση, έκανε ζάπινγκ. Δε βρήκε τίποτα που να την ενδιαφέρει να το δει. Πάτησε το κουμπί της σίγασης του ήχου και την άφησε να παίζει στα μουγκά για ‘συντροφιά’. Φυσούσε δυνατά και η γκαρσονιέρα - πρώην πλυσταριό στην ταράτσα τετραώροφης πολυκατοικίας - έμπαζε από παντού. Θόρυβοι εξωτερικοί και τριγμοί κάθε λογής στα πορτοπαράθυρα τής προκαλούσαν άγχος και ανασφάλεια, μάλλον επειδή ήταν ολομόναχη σε χώρο που δεν της ήταν οικείος. Το βλέμμα της περιηγήθηκε για λίγο άσκοπα στο λιτά επιπλωμένο δωμάτιο και στάθηκε στη βιβλιοθήκη, όπου της έκανε εντύπωση ένα βιβλίο με κόκκινο εξώφυλλο. ‘Αραβική αστρολογία’ ο τίτλος του. Το φυλλομέτρησε, αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στην ανάγνωση.
Η μέρα της ήταν κουραστική. Ξύπνησε πολύ πρωί, ενώ δεν είχε κοιμηθεί καλά. Πήγε στην τράπεζα να βγάλει λεφτά. Μετά στο ταχυδρομείο να παραλάβει τον φάκελο που της είχαν στείλει οι δικοί της και από εκεί στη σχολή μέχρι το βράδυ. Πριν πάρει το λεωφορείο για τη σχολή, αγόρασε μια δερμάτινη καφέ τσάντα, όσο το δυνατόν μικρή και αδιάφορη. Την ‘έκλαιγε’ την κλεμμένη μεγάλη, μαύρη, σουέντ τσάντα, που δεν είχε προλάβει να τη χαρεί. Με εξαίρεση ένα ζευγάρι ‘επώνυμα’ γυαλιά ηλίου, το περιεχόμενό της δεν άξιζε και πολλά συγκρινόμενο με την αξία της. Υπήρχε ωστόσο κάτι πολύτιμο μέσα σ’ αυτή, του οποίου η απώλεια της προκαλούσε θλίψη. Ήταν η φωτογραφία του μωρού της. Η μοναδική που είχε μαζί της. Την είχε βάλει στο πορτοφόλι, που ήταν άδειο τη νύχτα της ληστείας, καθώς νωρίτερα είχε πληρώσει τα τέσσερα ποτά που είχαν πιει η ίδια και η φίλη της. Εκ των υστέρων, ήταν πολύ ευχαριστημένη, που παρά την ανέχειά της, είχε επιτρέψει αυτή τη μικρή πολυτέλεια στον εαυτό της. Τουλάχιστον, αυτά τα έφαγα εγώ, όχι εκείνοι! χαμογέλασε στην ιδέα πως τους την είχε ‘φέρει’. «Παιδιά, δεν έχω λεφτά!» πρόλαβε να φωνάξει μόλις αντιλήφθηκε την πρόθεσή τους. Δεν την πίστεψαν. Δεν αντιστάθηκε. Το βλέμμα του κοντού γυάλιζε, είχε φοβηθεί για τη ζωή της.
Τι ωφελεί να τα σκέφτομαι; αναρωτήθηκε. Είχε να ξυπνήσει νωρίς την επομένη. Η σημερινή ήταν η πρώτη της μέρα στη σχολή μετά από σχεδόν δυο χρόνια απουσίας. Είχε δηλώσει σαράντα πέντε ώρες εβδομαδιαίας παρακολούθησης, κάτι που πρακτικά - κι εφόσον ήθελε να περάσει όλα τα μαθήματα - σήμαινε πως θα περνούσε καθημερινά πολλές ώρες στη σχολή. Βέβαια, η κούραση ήταν γλυκιά. Της άρεσαν τα μαθήματα και έβρισκε το περιβάλλον ιδιαίτερα ευχάριστο, καθώς εκεί γνώριζε και συναναστρεφόταν ενδιαφέροντες ανθρώπους, καθηγητές και συναδέλφους της. Οι σπουδές την αποσπούσαν από τα προβλήματά της και η ανάπαυλα αυτή της έδινε το απαιτούμενο ψυχικό σθένος να τα αντιμετωπίζει.
Σκατά τα έχω κάνει! ομολόγησε αναπάντεχα στον εαυτό της και κατέβασε μια γουλιά μπύρα που είχε αρχίσει να ζεσταίνεται. Δε χώραγε ο νους της πώς είχαν φτάσει εκεί. Νόμισε πως βρήκε τον άνθρωπό της, αλλά έκανε λάθος. Ένα μεγάλο λάθος, που πλήρωνε ακριβά, καλούμενη να αναθρέψει μόνη ένα παιδί, χωρίς να είναι ικανή να ανταπεξέλθει. Είχε επωμιστεί μια τεράστια ευθύνη. Όχι μόνο γιατί θα έπρεπε να αγωνίζεται μόνη της για να μη λείψει τίποτα στο παιδί, που έφερε στον κόσμο βασισμένη στην υπόσχεσή του πως θα το μεγάλωναν μαζί, αλλά, κυρίως, γιατί συναισθανόταν πόσο δύσκολο είναι να αναθρέψεις έναν ισορροπημένο άνθρωπο υπό αυτές τις συνθήκες. Έφερε στο μυαλό της την εικόνα των τοξικομανών που είχαν κλέψει την τσάντα της και ανατρίχιασε στη σκέψη, πως ήταν η αποκλειστικά υπεύθυνη για την πορεία της ζωής ενός άλλου ανθρώπου. Είχε διαβάσει όλα τα άρθρα σχετικά με το διαζύγιο στα περιοδικά για νέους γονείς, που τα αγόραζε εν αφθονία προκειμένου να ενημερώνεται για την σωστή ανατροφή του μωρού της. Γνώριζε τα υπέρ και τα κατά του χωρισμού. Γνώριζε τα συνήθη λάθη. Ήξερε τι την περίμενε.
Είχε αγωνιστεί πολύ για να αποφύγει το διαζύγιο. Αγαπούσε τον άντρα της. Ένα βράδυ εκείνος την είχε χτυπήσει για ασήμαντη αφορμή, πάνω σε ένα φραστικό επεισόδιο, από τα πολλά που συνέβαιναν μεταξύ τους εκείνο το διάστημα. Έφυγε από το σπίτι το ίδιο κιόλας βράδυ. Όχι μόνο γιατί φοβήθηκε για τη σωματική της ακεραιότητα, καθώς δεν ήταν σε θέση να αποκλείσει ένα νέο και ακόμη πιο βίαιο επεισόδιο σε βάρος της, αλλά και γιατί δεν μπορούσε να προβλέψει τη δική της αντίδραση σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Φαντάστηκε τον εαυτό της τρόφιμο σε φυλακή Ήταν αναγκαίο να τον ‘εγκαταλείψει’ για να σωθεί.
Τον λυπόταν. Και μόνο που κατέφυγε στη χρήση βίας, έκανε φανερό πως ήταν αδύναμος άνθρωπος. Θα μπορούσε να του συγχωρήσει την αδυναμία, ακόμη και την υπαναχώρηση στο ‘συμβόλαιο’ του γάμου τους, λόγω της ανικανότητάς του να ανταπεξέλθει. Κανείς δεν είναι τέλειος. Και η ίδια είχε πολλά ελαττώματα. Όμως την ανεντιμότητά του, δεν μπορούσε να τη συγχωρήσει. Μετά το επεισόδιο, περίμενε από εκείνον να παραδεχτεί την ανεπάρκειά του και να αναλάβει την ευθύνη του απέναντι στο παιδί τους. Εκείνος, όμως, έσπευσε να της φορτώσει το φταίξιμο. Διέδιδε μάλιστα σε κοινούς φίλους και γνωστούς ότι τον είχε εγκαταλείψει. Φυσικά, για ό,τι είχε συμβεί, δε γινόταν ποτέ λόγος από την πλευρά του. Πώς να ομολογήσει τέτοια ανοίκεια πράξη σε τρίτους; Ήταν φορές που η προκλητική του συμπεριφορά, την έκανε να μετανιώνει που δεν είχε πράξει  τα δέοντα που θα πιστοποιούσαν το γεγονός. Τη νύχτα του συμβάντος, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πως ένιωθε προδομένη. Δεν της πέρασε από το μυαλό να απαιτήσει την τιμωρία του ή έστω να προφυλάξει τον εαυτό της από πιθανές κακόβουλες ενέργειές του σε βάρος της. Δεν είχε βρεθεί κανείς να τη συμβουλέψει, Για την ακρίβεια, δεν ζήτησε κανενός τη συμβουλή, καθώς ήλπιζε πως θα ξυπνούσε την άλλη μέρα και ο 'εφιάλτης' δεν θα ήταν εκεί.
Ούτε την άρνησή του να παρέχει διατροφή για το παιδί, ούτε και τη γενικότερη ελαφρότητα με την οποία αντιμετώπιζε το ρόλο του πατέρα, θα του συγχωρούσε, επίσης. Ντρεπόταν για λογαριασμό του. Ντρεπόταν και για τον εαυτό της. Ήταν εκείνη που του είχε προσφέρει το δώρο της πατρότητας, που δεν εκτίμησε. Τις συνέπειες της δική της κακής επιλογής θα ‘κουβαλούσε’ το παιδί της σε όλη του τη ζωή. Ένιωθε πως είχε κάνει ‘κακή αρχή’ ως μάνα. Την παρηγορούσε κάπως ότι υπήρξε σε όλες τις αποφάσεις της έντιμη και συνεπής. Θα ήταν όμως αυτά αρκετά για να αθωωθεί στην κρίση του παιδιού της; Πώς θα τα εξηγούσε αυτά, σαν την ρωτούσε γιατί είχαν χωρίσει με τον πατέρα της; Ναι, τα έχω σκατώσει! επανέλαβε στον εαυτό της κι ένα κύμα αυτολύπησης την κατέκλυσε βαθμιαία.
Το βουρκωμένο βλέμμα της έπεσε τυχαία στην τηλεόραση. Άρχιζε το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων. Ανέβασε την ένταση του ήχου.
‘Θύμα ενδοοικογενειακής βίας υπήρξε κατ’ επανάληψη η σύγχρονη Μήδεια, που χθες τη νύχτα έπνιξε το μόλις δέκα μηνών βρέφος της. Ο εν διαστάσει σύζυγός της συνελήφθη στην οικία τους με την κατηγορία του βιασμού της συζύγου του κατά συρροή. Η παιδοκτόνος τη νύχτα του συμβάντος βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ και ηρεμιστικών χαπιών. Της παρέχεται ψυχιατρική υποστήριξη…’
Έσβησε την τηλεόραση, μην αντέχοντας να ακούσει περισσότερα. Τα δάκρυα έτρεχαν καυτά στα μάγουλά της. Έσφιξε τα δόντια της. Θα τα καταφέρω! Πρέπει να τα καταφέρω! έδωσε λόγο τιμής στον εαυτό της και αποκοιμήθηκε με την έγνοια να τηλεφωνήσει το πρωί στο παιδί της.

ΤΕΛΟΣ
Αύγουστος 2010
(Α.Τ.)

---

Σχόλια

  1. Φίλη μου

    ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ!!!

    Τέλεια η γραφή και .... τι άλλο να γράψω;...

    ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΜΟΣ!!!

    Σε φιλώ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Φίλη μου, αγαπημένη!
    Με ευχαριστεί πολύ που σε άγγιξε...
    Σ' ευχαριστώ που περνάς! Τα φιλιά μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Με συγκίνησε ιδιέταιρα , ίσως επειδη γνώριζα κατι παραπάνω κι έκανα κάποιους συνειρμούς...για μια στιγμή θα προτιμούσα να το ειχε γράψει κάποιος που δέν γνώριζα! Εν κατακλείδι οταν βάζεις την ψυχή σου σ' αυτό που γράφεις δεν μπορεί παρά να δικαιωθείς απ' το αποτέλεσμα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Δημήτρη μου,
    Χαίρομαι που σε συγκίνησε, γιατί αυτό σημαίνει ότι κάτι έκανα καλά. Θα συμφωνήσω με την κατακλείδα σου, πως θα μπορούσα να διαφωνήσω με αυτή εξάλλου; Σε ό,τι αφορά στο υπόλοιπο σχόλιο, θέλω να επισημάνω το εξής: πέρα από τα όποια αυτοβιογραφικά στοιχεία [που είσαι σε θέση να διακρίνεις και τα οποία δεν θα αρνιόμουν ακόμη και σε κάποιον που θα τα υπέθετε απλώς, χωρίς να γνωρίζει] σε κάθε αφήγημα υπάρχει πάντα το στοιχείο της μυθοπλασίας. Αν τα όρια μεταξύ των εμπειριών- βιωμάτων και της μυθοπλασίας σε ένα αφήγημα είναι δυσδιάκριτα σε βαθμό που η αφήγηση να πείθει τον αναγνώστη ότι πρόκειται για πραγματικότητα, τότε δικαιωματικά το πόνημα λογίζεται ως έργο λογοτεχνίας. :))Εκλαμβάνω επομένως τους όποιους συνειρμούς σου ως κομπλιμέντο!
    Παραθέτω κι ένα μέρος από τον ορισμό της μυθοπλασίας, όπως δίδεται στο Λεξικό λογοτεχνικών όρων του (ΟΕΔΒ), που διανέμεται στα σχολεία:
    "...Σε ένα μυθιστόρημα για παράδειγμα δεν μπορούμε να διακρίνουμε τι είναι σίγουρα αληθινό και τι επινοημένο από τον συγγραφέα. Μένει να αποδεχθούμε αυτόν τον κόσμο όπως μας παρουσιάζεται, έχοντας υπόψη ότι η καθημερινή πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να επηρεάζει την λογοτεχνία (άλλο όμως επιρροή, άλλο αντιγραφή).
    Για να το πούμε διαφορετικά, κάθε μυθοπλαστικός κόσμος δίνει την εντύπωση ότι ανακαλεί έναν εμπειρικό κόσμο και με αυτή την έννοια διεκδικεί μια κάποια αλήθεια, χωρίς όμως να επιδέχεται απευθείας σύγκριση με την πραγματικότητα..."

    Σε φιλώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Πολύ ωραίο διήγημα.
    Διάβασα πολύ έντονες σκηνές.
    Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο ρυθμός του- πολύ καλή γραφή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Γιάννη μου, σ' ευχαριστώ θερμά για το χρόνο που διέθεσες να το διαβάσεις, ειδικά αυτή την περίοδο. Το σχόλιό σου είναι πολύ πολύ ενθαρρυντικό. Θα τα πούμε και από κοντά. Σε φιλώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου