---
Και πάνω που συνήθισα τη φωνή μου, εκείνα έφυγαν.
Και πάνω που θυμήθηκα πώς είναι να γελάς, να λυπάσαι, να αγκαλιάζεις, να χαϊδεύεις, να φιλάς, εκείνα έφυγαν.
Και πάνω που ξέμαθα την κακομαθημένη μοναξιά, εκείνα έφυγαν, όπως ήρθαν, ήσυχα, γλυκά, αγαπημένα, κι εγώ φίλιωσα λιγάκι με μένα, που αξιώθηκα την τόση αγάπη.
Ο χρόνος μου κυλάει, βουβό ποτάμι, ακίνητο, κι όλο επιστρέφω σε εκείνο το παιδί- μικρό θησαυροφυλάκιο πολύτιμων στιγμών απορίας, θαυμασμού κι εμπιστοσύνης.
Ο χρόνος συσπειρώνεται στο πεπερασμένο της μνήμης, σαν ζώο τρομαγμένο που ζαρώνει στη λούφα του, κι εκτινάσσεται με ορμή πίσω στο άπειρο ενός άγνωστου σύμπαντος, σαν τρυφερός ψίθυρος γονιού, σαν ψιλή βροχή αόρατη, σαν αβέβαιο βάδισμα πάνω σε λιθόστρωτο δρομάκι, σαν πρωινός περίπατος στη γκριζοπράσινη λίμνη, σαν καταδεχτική σκιά γέρικου πλάτανου, σαν λαχταριστό παγωτό χωνάκι.
Εκείνα έφυγαν πάνω που πίστεψα ότι κάπως τα κατάφερα σε τούτη τη ζωή, πως μια σειρά από λάθη δεν έχει τίποτα στραβό, μόνο πολύτιμα μαθήματα σοφίας.
Εκείνα έφυγαν πάνω που έμαθα να ψηλαφίζω με τα δάχτυλα τον χρόνο μου και να ξεγελώ ξεδιάντροπα τα ρολόγια τούτου του μάταιου κόσμου, που σχολαστικά και αδυσώπητα μετράνε, τικ τακ, τικ τακ, εισπνοές, εκπνοές, δούναι, λαβείν, δυστυχία, ευτυχία, τικ τακ, τικ τακ, τικ... Τέλος.
Ας είναι ελαφρύ το ζύγι στις καρδιές εκείνων που κάπως, κάποτε συναπαντήθηκαν.
Και κάπως έτσι, εκείνα έφυγαν...
Αύγουστος 2025
(Α.Τ.)
Φωτογραφία: Α.Γ.
---
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου