--- Ήταν ένα ζεστό βράδυ του Αυγούστου και βάδιζα αμίλητη κι εκστατική. Ακολουθούσα έναν άνδρα με βλέμμα σπινθηροβόλο, που συχνά- πυκνά γύριζε προς το μέρος μου να σιγουρευτεί πως είμαι πίσω του. Η παραλία ήταν γεμάτη κόσμο, ντόπιους και τουρίστες που έκαναν την βόλτα τους, κράχτες και μικροπωλητές μα ένιωθα πως περνούσα απαρατήρητη. Ο άνδρας με τα λευκά ρούχα άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα κι εγώ πάσχιζα να ακολουθήσω. Στο παλιό λιμάνι, τον έχασα στο πλήθος. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει από την αγωνία, καθώς μάταια τον αναζητούσα τριγύρω. Τότε πλησίασε μια μικρή τσιγγάνα που κρατούσε στα χέρια της παρασόλια διακοσμημένα με γκέισες κι άλλες εικόνες από την Ανατολή και τείνοντας το χέρι της μου έδωσε ένα χρώματος εκρού με έναν πανέμορφο κόκκινο δράκο. Το πήρα αμήχανα και πριν προλάβω να ρωτήσω πόσο κάνει, ένιωσα ένα ρεύμα αέρα να διατρέχει την πλάτη μου κι άκουσα ένα ανεπαίσθητο θρόισμα επάνω από το κεφάλι μου. Ξαφνικά τον είδα και πάλι να μο...